Translation meaning & definition of the word "student" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φοιτητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Student
[Μαθητής]/studənt/
noun
1. A learner who is enrolled in an educational institution
- synonym:
- student ,
- pupil ,
- educatee
1. Ένας μαθητής που είναι εγγεγραμμένος σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα
- συνώνυμο:
- μαθητής ,
- μαθητήσ ,
- εκπαιδευτικός
2. A learned person (especially in the humanities)
- Someone who by long study has gained mastery in one or more disciplines
- synonym:
- scholar ,
- scholarly person ,
- bookman ,
- student
2. Ένα μαθημένο πρόσωπο (ειδικά στις ανθρωπιστικές επιστήμες)
- Κάποιος που με μακρά μελέτη έχει αποκτήσει μαεστρία σε έναν ή περισσότερους κλάδους
- συνώνυμο:
- λόγιος ,
- επιστημονικό πρόσωπο ,
- βιβλιοπώλησ ,
- μαθητής
Examples of using
The student had his cellphone confiscated after it began to ring in class.
Ο μαθητής είχε κατασχέσει το κινητό του αφού άρχισε να χτυπάει στην τάξη.
The student is interested in nothing.
Ο μαθητής δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.
Tom became anorexic when he was a high school student.
Ο Τομ έγινε ανορεξικός όταν ήταν μαθητής γυμνασίου.