Translation meaning & definition of the word "stubbornly" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πεισματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stubbornly
[Πεισματάρησ]/stəbərnli/
adverb
1. In a stubborn unregenerate manner
- "She remained stubbornly in the same position"
- synonym:
- stubbornly ,
- pig-headedly ,
- obdurately ,
- mulishly ,
- obstinately ,
- cussedly
1. Με πεισματάρικο αναγέννητο τρόπο
- "Έμεινε πεισματικά στην ίδια θέση"
- συνώνυμο:
- πεισματικά ,
- γουρουνοκέφαλος ,
- απερίσκεπτα ,
- πολύπλοκα ,
- βλασφημώ
Examples of using
The man held on to his job stubbornly and would not retire.
Ο άνδρας κράτησε τη δουλειά του πεισματικά και δεν αποσύρθηκε.