Translation meaning & definition of the word "stubborn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευφυής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stubborn
[Σταυρωτόσ]/stəbərn/
adjective
1. Tenaciously unwilling or marked by tenacious unwillingness to yield
- synonym:
- stubborn ,
- obstinate ,
- unregenerate
1. Επίμονα απρόθυμος ή χαρακτηρισμένος από την επίμονη απροθυμία να αποδώσει
- συνώνυμο:
- πεισματάρης ,
- επιφυλάσσω ,
- αναγεννημένο
2. Not responding to treatment
- "A stubborn infection"
- "A refractory case of acne"
- "Stubborn rust stains"
- synonym:
- refractory ,
- stubborn
2. Δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία
- "Επίμονη λοίμωξη"
- "Πυρίμαχη περίπτωση ακμής"
- "Εμφανείς λεκέδες σκουριάς"
- συνώνυμο:
- πυρίμαχο ,
- πεισματάρης
Examples of using
Why are you being so stubborn?
Γιατί είσαι τόσο πεισματάρης?
Being stubborn won't help you.
Το να είσαι πεισματάρης δεν θα σε βοηθήσει.
Tom is stubborn.
Ο Τομ είναι πεισματάρης.