Translation meaning & definition of the word "stubble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παγίδευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stubble
[Σταματώ]/stəbəl/
noun
1. Material consisting of seed coverings and small pieces of stem or leaves that have been separated from the seeds
- synonym:
- chaff ,
- husk ,
- shuck ,
- stalk ,
- straw ,
- stubble
1. Υλικό που αποτελείται από καλύμματα σπόρων και μικρά κομμάτια στελέχους ή φύλλα που έχουν διαχωριστεί από τους σπόρους
- συνώνυμο:
- τσαλαπάτη ,
- φλοιός ,
- αποφεύγω ,
- παλαίω ,
- άχυρο ,
- παραπαίουσα
2. Short stiff hairs growing on a man's face when he has not shaved for a few days
- synonym:
- stubble
2. Κοντές δύσκαμπτες τρίχες που αναπτύσσονται στο πρόσωπο ενός άνδρα όταν δεν έχει ξυρίσει για λίγες μέρες
- συνώνυμο:
- παραπαίουσα