Translation meaning & definition of the word "struggling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παζαρεύοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Struggling
[Αγωνίζεται]/strəgəlɪŋ/
adjective
1. Engaged in a struggle to overcome especially poverty or obscurity
- "A financially struggling theater"
- "Struggling artists"
- synonym:
- struggling
1. Συμμετέχοντας σε έναν αγώνα για να ξεπεραστεί ιδιαίτερα η φτώχεια ή η αφάνεια
- "Ένα οικονομικά αγωνιζόμενο θέατρο"
- "Παλαβοί καλλιτέχνες"
- συνώνυμο:
- αγωνίζεται
Examples of using
The company is struggling for survival.
Η εταιρεία αγωνίζεται για την επιβίωση.