Translation meaning & definition of the word "strontium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρόντιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strontium
[Στρόντιο]/strɑntiəm/
noun
1. A soft silver-white or yellowish metallic element of the alkali metal group
- Turns yellow in air
- Occurs in celestite and strontianite
- synonym:
- strontium ,
- Sr ,
- atomic number 38
1. Ένα μαλακό ασημί-λευκό ή κιτρινωπό μεταλλικό στοιχείο της ομάδας αλκαλίων μετάλλων
- Γίνεται κίτρινο στον αέρα
- Εμφανίζεται σε σελεστίτη και στροντιανίτη
- συνώνυμο:
- στρόντιο ,
- Σερ ,
- ατομικός αριθμός 38