Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "stroke" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εγκεφαλικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Stroke

[Εγκεφαλικό επεισόδιο]
/stroʊk/

noun

1. (sports) the act of swinging or striking at a ball with a club or racket or bat or cue or hand

  • "It took two strokes to get out of the bunker"
  • "A good shot requires good balance and tempo"
  • "He left me an almost impossible shot"
    synonym:
  • stroke
  • ,
  • shot

1. (αθλητισμός) η πράξη της αιώρησης ή του χτυπήματος σε μια μπάλα με ρόπαλο ή ρακέτα ή ρόπαλο ή σύνθημα ή χέρι

  • "Χρειάστηκαν δύο χτυπήματα για να βγούμε από το καταφύγιο"
  • "Μια καλή βολή απαιτεί καλή ισορροπία και ρυθμό"
  • "Μου άφησε μια σχεδόν αδύνατη βολή"
    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο
  • ,
  • πυροβολισμός

2. The maximum movement available to a pivoted or reciprocating piece by a cam

    synonym:
  • throw
  • ,
  • stroke
  • ,
  • cam stroke

2. Η μέγιστη διαθέσιμη κίνηση σε ένα περιστρεφόμενο ή παλινδρομικό κομμάτι με έκκεντρο

    συνώνυμο:
  • ρίχνω
  • ,
  • εγκεφαλικό επεισόδιο
  • ,
  • κτύπημα έκκεντρου

3. A sudden loss of consciousness resulting when the rupture or occlusion of a blood vessel leads to oxygen lack in the brain

    synonym:
  • stroke
  • ,
  • apoplexy
  • ,
  • cerebrovascular accident
  • ,
  • CVA

3. Μια ξαφνική απώλεια συνείδησης που προκύπτει όταν η ρήξη ή η απόφραξη ενός αιμοφόρου αγγείου οδηγεί σε έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο
  • ,
  • αποπληξία
  • ,
  • εγκεφαλοαγγειακό ατύχημα
  • ,
  • CVA

4. A light touch

    synonym:
  • stroke

4. Ένα ελαφρύ άγγιγμα

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

5. A light touch with the hands

    synonym:
  • stroke
  • ,
  • stroking

5. Ένα ελαφρύ άγγιγμα με τα χέρια

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο
  • ,
  • χαϊδεύοντας

6. (golf) the unit of scoring in golf is the act of hitting the ball with a club

  • "Nicklaus won by three strokes"
    synonym:
  • stroke

6. (γκόλφ) η μονάδα του σκοράρισμα στο γκολφ είναι η πράξη του χτυπήματος της μπάλας με ένα ρόπαλο

  • "Ο νίκλαους κέρδισε με τρία χτυπήματα"
    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

7. The oarsman nearest the stern of the shell who sets the pace for the rest of the crew

    synonym:
  • stroke

7. Ο κωπηλάτης πλησιέστερα στην πρύμνη του κελύφους που θέτει το ρυθμό για το υπόλοιπο πλήρωμα

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

8. Anything that happens suddenly or by chance without an apparent cause

  • "Winning the lottery was a happy accident"
  • "The pregnancy was a stroke of bad luck"
  • "It was due to an accident or fortuity"
    synonym:
  • accident
  • ,
  • stroke
  • ,
  • fortuity
  • ,
  • chance event

8. Οτιδήποτε συμβαίνει ξαφνικά ή τυχαία χωρίς προφανή αιτία

  • "Το να κερδίσω το λαχείο ήταν ένα ευτυχές ατύχημα"
  • "Η εγκυμοσύνη ήταν ένα εγκεφαλικό κακής τύχης"
  • "Οφειλόταν σε ατύχημα ή τύχη"
    συνώνυμο:
  • ατύχημα
  • ,
  • εγκεφαλικό επεισόδιο
  • ,
  • τύχη
  • ,
  • τυχαίο γεγονός

9. A punctuation mark (/) used to separate related items of information

    synonym:
  • solidus
  • ,
  • slash
  • ,
  • virgule
  • ,
  • diagonal
  • ,
  • stroke
  • ,
  • separatrix

9. Ένα σημείο στίξης (/) που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό σχετικών στοιχείων πληροφοριών

    συνώνυμο:
  • solidus
  • ,
  • κάθετο
  • ,
  • παρθένα
  • ,
  • διαγώνιος
  • ,
  • εγκεφαλικό επεισόδιο
  • ,
  • sepersrix

10. A mark made on a surface by a pen, pencil, or paintbrush

  • "She applied the paint in careful strokes"
    synonym:
  • stroke

10. Ένα σημάδι που γίνεται σε μια επιφάνεια από ένα στυλό, μολύβι ή πινέλο

  • "Εφάρμοσε τη μπογιά σε προσεκτικές πινελιές"
    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

11. Any one of the repeated movements of the limbs and body used for locomotion in swimming or rowing

    synonym:
  • stroke

11. Οποιαδήποτε από τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις των άκρων και του σώματος που χρησιμοποιούνται για κίνηση στην κολύμβηση ή την κωπηλασία

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

12. A single complete movement

    synonym:
  • stroke

12. Μια ενιαία πλήρης κίνηση

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

verb

1. Touch lightly and repeatedly, as with brushing motions

  • "He stroked his long beard"
    synonym:
  • stroke

1. Αγγίξτε ελαφρά και επανειλημμένα, όπως με τις κινήσεις βουρτσίσματος

  • "Χάιδεψε τη μακριά γενειάδα του"
    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

2. Strike a ball with a smooth blow

    synonym:
  • stroke

2. Χτύπα μια μπάλα με ένα ομαλό χτύπημα

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

3. Row at a particular rate

    synonym:
  • stroke

3. Σειρά με συγκεκριμένο ρυθμό

    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

4. Treat gingerly or carefully

  • "You have to stroke the boss"
    synonym:
  • stroke

4. Αντιμετωπίστε τζίντζερ ή προσεκτικά

  • "Πρέπει να χαϊδέψεις το αφεντικό"
    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικό επεισόδιο

Examples of using

Don't stroke the cat the wrong way.
Μην χαϊδεύετε τη γάτα με λάθος τρόπο.
I always thought that a stroke was one of nature's ways to tell you that it's time to die.
Πάντα πίστευα ότι ένα εγκεφαλικό ήταν ένας από τους τρόπους της φύσης να σου πει ότι ήρθε η ώρα να πεθάνεις.
A lot of people buy lotteries dreaming of wealth at one stroke.
Πολλοί άνθρωποι αγοράζουν λαχεία που ονειρεύονται πλούτο με μια κίνηση.