Translation meaning & definition of the word "stroke" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εγκεφαλικό" στην ελληνική γλώσσα
Stroke
[Εγκεφαλικό επεισόδιο]noun
1. (sports) the act of swinging or striking at a ball with a club or racket or bat or cue or hand
- "It took two strokes to get out of the bunker"
- "A good shot requires good balance and tempo"
- "He left me an almost impossible shot"
- synonym:
- stroke ,
- shot
1. (αθλητισμός) η πράξη της αιώρησης ή του χτυπήματος σε μια μπάλα με ρόπαλο ή ρακέτα ή ρόπαλο ή σύνθημα ή χέρι
- "Χρειάστηκαν δύο χτυπήματα για να βγούμε από το καταφύγιο"
- "Μια καλή βολή απαιτεί καλή ισορροπία και ρυθμό"
- "Μου άφησε μια σχεδόν αδύνατη βολή"
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- πυροβολισμός
2. The maximum movement available to a pivoted or reciprocating piece by a cam
- synonym:
- throw ,
- stroke ,
- cam stroke
2. Η μέγιστη διαθέσιμη κίνηση σε ένα περιστρεφόμενο ή παλινδρομικό κομμάτι με έκκεντρο
- συνώνυμο:
- ρίχνω ,
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- κτύπημα έκκεντρου
3. A sudden loss of consciousness resulting when the rupture or occlusion of a blood vessel leads to oxygen lack in the brain
- synonym:
- stroke ,
- apoplexy ,
- cerebrovascular accident ,
- CVA
3. Μια ξαφνική απώλεια συνείδησης που προκύπτει όταν η ρήξη ή η απόφραξη ενός αιμοφόρου αγγείου οδηγεί σε έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- αποπληξία ,
- εγκεφαλοαγγειακό ατύχημα ,
- CVA
4. A light touch
- synonym:
- stroke
4. Ένα ελαφρύ άγγιγμα
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
5. A light touch with the hands
- synonym:
- stroke ,
- stroking
5. Ένα ελαφρύ άγγιγμα με τα χέρια
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- χαϊδεύοντας
6. (golf) the unit of scoring in golf is the act of hitting the ball with a club
- "Nicklaus won by three strokes"
- synonym:
- stroke
6. (γκόλφ) η μονάδα του σκοράρισμα στο γκολφ είναι η πράξη του χτυπήματος της μπάλας με ένα ρόπαλο
- "Ο νίκλαους κέρδισε με τρία χτυπήματα"
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
7. The oarsman nearest the stern of the shell who sets the pace for the rest of the crew
- synonym:
- stroke
7. Ο κωπηλάτης πλησιέστερα στην πρύμνη του κελύφους που θέτει το ρυθμό για το υπόλοιπο πλήρωμα
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
8. Anything that happens suddenly or by chance without an apparent cause
- "Winning the lottery was a happy accident"
- "The pregnancy was a stroke of bad luck"
- "It was due to an accident or fortuity"
- synonym:
- accident ,
- stroke ,
- fortuity ,
- chance event
8. Οτιδήποτε συμβαίνει ξαφνικά ή τυχαία χωρίς προφανή αιτία
- "Το να κερδίσω το λαχείο ήταν ένα ευτυχές ατύχημα"
- "Η εγκυμοσύνη ήταν ένα εγκεφαλικό κακής τύχης"
- "Οφειλόταν σε ατύχημα ή τύχη"
- συνώνυμο:
- ατύχημα ,
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- τύχη ,
- τυχαίο γεγονός
9. A punctuation mark (/) used to separate related items of information
- synonym:
- solidus ,
- slash ,
- virgule ,
- diagonal ,
- stroke ,
- separatrix
9. Ένα σημείο στίξης (/) που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό σχετικών στοιχείων πληροφοριών
- συνώνυμο:
- solidus ,
- κάθετο ,
- παρθένα ,
- διαγώνιος ,
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- sepersrix
10. A mark made on a surface by a pen, pencil, or paintbrush
- "She applied the paint in careful strokes"
- synonym:
- stroke
10. Ένα σημάδι που γίνεται σε μια επιφάνεια από ένα στυλό, μολύβι ή πινέλο
- "Εφάρμοσε τη μπογιά σε προσεκτικές πινελιές"
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
11. Any one of the repeated movements of the limbs and body used for locomotion in swimming or rowing
- synonym:
- stroke
11. Οποιαδήποτε από τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις των άκρων και του σώματος που χρησιμοποιούνται για κίνηση στην κολύμβηση ή την κωπηλασία
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
12. A single complete movement
- synonym:
- stroke
12. Μια ενιαία πλήρης κίνηση
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
verb
1. Touch lightly and repeatedly, as with brushing motions
- "He stroked his long beard"
- synonym:
- stroke
1. Αγγίξτε ελαφρά και επανειλημμένα, όπως με τις κινήσεις βουρτσίσματος
- "Χάιδεψε τη μακριά γενειάδα του"
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
2. Strike a ball with a smooth blow
- synonym:
- stroke
2. Χτύπα μια μπάλα με ένα ομαλό χτύπημα
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
3. Row at a particular rate
- synonym:
- stroke
3. Σειρά με συγκεκριμένο ρυθμό
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο
4. Treat gingerly or carefully
- "You have to stroke the boss"
- synonym:
- stroke
4. Αντιμετωπίστε τζίντζερ ή προσεκτικά
- "Πρέπει να χαϊδέψεις το αφεντικό"
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο