Translation meaning & definition of the word "strive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στείλτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strive
[Στραβοπατώ]/straɪv/
verb
1. Attempt by employing effort
- "We endeavor to make our customers happy"
- synonym:
- endeavor ,
- endeavour ,
- strive
1. Προσπάθεια απασχόλησης προσπάθειας
- "Προσπαθούμε να κάνουμε τους πελάτες μας ευτυχισμένους"
- συνώνυμο:
- προσπάθεια ,
- προσπαθώ
2. To exert much effort or energy
- "Straining our ears to hear"
- synonym:
- strive ,
- reach ,
- strain
2. Να ασκήσει πολλή προσπάθεια ή ενέργεια
- "Εκπαιδεύοντας τα αυτιά μας να ακούνε"
- συνώνυμο:
- προσπαθώ ,
- προσεγγίζω ,
- στέλεχος
Examples of using
My boy, this peace is what all true warriors strive for!
Αγόρι μου, αυτή η ειρήνη είναι αυτό για το οποίο όλοι οι αληθινοί πολεμιστές προσπαθούν!