Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "strike" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκεφαλικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Strike

[Απεργία]
/straɪk/

noun

1. A group's refusal to work in protest against low pay or bad work conditions

  • "The strike lasted more than a month before it was settled"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • work stoppage

1. Η άρνηση μιας ομάδας να εργαστεί σε διαμαρτυρία για τις χαμηλές αμοιβές ή τις κακές συνθήκες εργασίας

  • "Η απεργία κράτησε περισσότερο από ένα μήνα πριν από τη διευθέτησή της"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • διακοπή εργασίας

2. An attack that is intended to seize or inflict damage on or destroy an objective

  • "The strike was scheduled to begin at dawn"
    synonym:
  • strike

2. Μια επίθεση που προορίζεται να καταλάβει ή να προκαλέσει ζημιά ή να καταστρέψει έναν στόχο

  • "Η απεργία είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει την αυγή"
    συνώνυμο:
  • απεργία

3. A gentle blow

    synonym:
  • rap
  • ,
  • strike
  • ,
  • tap

3. Ένα απαλό χτύπημα

    συνώνυμο:
  • ραπ
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • πατήστε

4. A score in tenpins: knocking down all ten with the first ball

  • "He finished with three strikes in the tenth frame"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • ten-strike

4. Μια βαθμολογία σε τενεκέν: χτυπώντας και τα δέκα με την πρώτη μπάλα

  • "Τελείωσε με τρεις απεργίες στο δέκατο πλαίσιο"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • δέκα επεισόδια

5. (baseball) a pitch that the batter swings at and misses, or that the batter hits into foul territory, or that the batter does not swing at but the umpire judges to be in the area over home plate and between the batter's knees and shoulders

  • "This pitcher throws more strikes than balls"
    synonym:
  • strike

5. (βασεμπολ) ένα βήμα που το κτύπημα ταλαντεύεται και χάνει, ή ότι το κτύπημα χτυπά σε φάουλ έδαφος, είπε, ή ότι το κτύπημα δεν κουνιέται, αλλά οι κριτές διαιτητών να είναι στην περιοχή πάνω από το πιάτο στο σπίτι και μεταξύ των ώμων

  • "Αυτή η στάμνα ρίχνει περισσότερες απεργίες από τις μπάλες"
    συνώνυμο:
  • απεργία

6. A conspicuous success

  • "That song was his first hit and marked the beginning of his career"
  • "That new broadway show is a real smasher"
  • "The party went with a bang"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • smash
  • ,
  • smasher
  • ,
  • strike
  • ,
  • bang

6. Μια εμφανής επιτυχία

  • "Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο του χτύπημα και σηματοδότησε την αρχή της καριέρας του"
  • "Αυτή η νέα εκπομπή του μπρόντγουεϊ είναι ένας πραγματικός παίκτης"
  • "Το πάρτι πήγε με ένα κτύπημα"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • συνθλίβω
  • ,
  • παραμορφώνων
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • μπανγκ

verb

1. Deliver a sharp blow, as with the hand, fist, or weapon

  • "The teacher struck the child"
  • "The opponent refused to strike"
  • "The boxer struck the attacker dead"
    synonym:
  • strike

1. Παραδώστε ένα αιχμηρό χτύπημα, όπως με το χέρι, τη γροθιά, ή το όπλο

  • "Ο δάσκαλος χτύπησε το παιδί"
  • "Ο αντίπαλος αρνήθηκε να χτυπήσει"
  • "Ο πυγμάχος χτύπησε τον επιτιθέμενο νεκρό"
    συνώνυμο:
  • απεργία

2. Have an emotional or cognitive impact upon

  • "This child impressed me as unusually mature"
  • "This behavior struck me as odd"
    synonym:
  • affect
  • ,
  • impress
  • ,
  • move
  • ,
  • strike

2. Έχετε συναισθηματική ή γνωστική επίδραση σε

  • "Αυτό το παιδί με εντυπωσίασε ως ασυνήθιστα ώριμο"
  • "Αυτή η συμπεριφορά με χτύπησε ως περίεργο"
    συνώνυμο:
  • επηρεάζω
  • ,
  • εντυπωσιάζω
  • ,
  • κινώ
  • ,
  • απεργία

3. Hit against

  • Come into sudden contact with
  • "The car hit a tree"
  • "He struck the table with his elbow"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike
  • ,
  • impinge on
  • ,
  • run into
  • ,
  • collide with

3. Επιτίθεμαι

  • Ελάτε σε ξαφνική επαφή με
  • "Το αυτοκίνητο χτύπησε ένα δέντρο"
  • "Χτύπησε το τραπέζι με τον αγκώνα του"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • προσκρούω
  • ,
  • τρέχω
  • ,
  • συγκρούομαι

4. Make a strategic, offensive, assault against an enemy, opponent, or a target

  • "The germans struck poland on sept. 1, 1939"
  • "We must strike the enemy's oil fields"
  • "In the fifth inning, the giants struck, sending three runners home to win the game 5 to 2"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • hit

4. Κάντε μια στρατηγική, επιθετική, επίθεση εναντίον ενός εχθρού, ενός αντιπάλου ή ενός στόχου

  • "Οι γερμανοί έπληξαν την πολωνία την 1η σεπτεμβρίου 1939"
  • "Πρέπει να χτυπήσουμε τα πετρελαϊκά πεδία του εχθρού"
  • "Στην πέμπτη εκστρατεία, οι γίγαντες χτύπησαν, στέλνοντας τρεις δρομείς στο σπίτι για να κερδίσουν το παιχνίδι 5 προς 2"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • χτύπημα

5. Indicate (a certain time) by striking

  • "The clock struck midnight"
  • "Just when i entered, the clock struck"
    synonym:
  • strike

5. Δείξτε (α συγκεκριμένη ώρ) με εντύπωση

  • "Το ρολόι χτύπησε τα μεσάνυχτα"
  • "Όταν μπήκα μέσα, το ρολόι χτύπησε"
    συνώνυμο:
  • απεργία

6. Affect or afflict suddenly, usually adversely

  • "We were hit by really bad weather"
  • "He was stricken with cancer when he was still a teenager"
  • "The earthquake struck at midnight"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike

6. Επηρεάζει ή προσβάλλει ξαφνικά, συνήθως αρνητικά

  • "Μας χτύπησε πολύ άσχημος καιρός"
  • "Ήταν πληγωμένος από καρκίνο όταν ήταν ακόμα έφηβος"
  • "Ο σεισμός χτύπησε τα μεσάνυχτα"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία

7. Stop work in order to press demands

  • "The auto workers are striking for higher wages"
  • "The employees walked out when their demand for better benefits was not met"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • walk out

7. Σταματήστε να εργάζεστε για να πιέσετε τις απαιτήσεις

  • "Οι εργάτες αυτοκινήτων είναι εντυπωσιακοί για τους υψηλότερους μισθούς"
  • "Οι εργαζόμενοι αποχώρησαν όταν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους για καλύτερα οφέλη"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • βγαίνω έξω

8. Touch or seem as if touching visually or audibly

  • "Light fell on her face"
  • "The sun shone on the fields"
  • "The light struck the golden necklace"
  • "A strange sound struck my ears"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • shine
  • ,
  • strike

8. Αγγίξτε ή φαίνεται σαν να αγγίζετε οπτικά ή ακουστικά

  • "Το φως έπεσε στο πρόσωπό της"
  • "Ο ήλιος έλαμπε στα χωράφια"
  • "Το φως χτύπησε το χρυσό κολιέ"
  • "Ένας παράξενος ήχος χτύπησε τα αυτιά μου"
    συνώνυμο:
  • πέφτω
  • ,
  • λάμψη
  • ,
  • απεργία

9. Attain

  • "The horse finally struck a pace"
    synonym:
  • come to
  • ,
  • strike

9. Επιτυγχάνω

  • "Το άλογο τελικά χτύπησε ρυθμό"
    συνώνυμο:
  • ελάτε σε
  • ,
  • απεργία

10. Produce by manipulating keys or strings of musical instruments, also metaphorically

  • "The pianist strikes a middle c"
  • "Strike `z' on the keyboard"
  • "Her comments struck a sour note"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • hit

10. Παράγουν με το χειρισμό κλειδιών ή χορδές των μουσικών οργάνων, επίσης μεταφορικά

  • "Ο πιανίστας χτυπάει στη μέση γ"
  • "Στρίξιμο `ζ' στο πληκτρολόγιο"
  • "Τα σχόλιά της χτύπησαν μια ξινή νότα"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • χτύπημα

11. Cause to form (an electric arc) between electrodes of an arc lamp

  • "Strike an arc"
    synonym:
  • strike

11. Αιτία για να σχηματίσει (ανό ηλεκτρικό τόξο) μεταξύ ηλεκτροδίων ενός λαμπτήρα τόξου

  • "Πιάσε ένα τόξο"
    συνώνυμο:
  • απεργία

12. Find unexpectedly

  • "The archeologists chanced upon an old tomb"
  • "She struck a goldmine"
  • "The hikers finally struck the main path to the lake"
    synonym:
  • fall upon
  • ,
  • strike
  • ,
  • come upon
  • ,
  • light upon
  • ,
  • chance upon
  • ,
  • come across
  • ,
  • chance on
  • ,
  • happen upon
  • ,
  • attain
  • ,
  • discover

12. Βρείτε απροσδόκητα

  • "Οι αρχαιολόγοι χόρευαν πάνω σε έναν παλιό τάφο"
  • "Χτύπησε ένα χρυσωρυχείο"
  • "Οι πεζοπόροι τελικά χτύπησαν το κύριο μονοπάτι προς τη λίμνη"
    συνώνυμο:
  • πέφτω
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • ελάτε
  • ,
  • φωτίζω
  • ,
  • ευκαιρία
  • ,
  • συναντώ
  • ,
  • συμβαίνω
  • ,
  • επιτυγχάνω
  • ,
  • ανακαλύπτω

13. Produce by ignition or a blow

  • "Strike fire from the flintstone"
  • "Strike a match"
    synonym:
  • strike

13. Παράγετε με ανάφλεξη ή χτύπημα

  • "Σταύρωσε φωτιά από το φλιντστόουν"
  • "Πάρε έναν αγώνα"
    συνώνυμο:
  • απεργία

14. Remove by erasing or crossing out or as if by drawing a line

  • "Please strike this remark from the record"
  • "Scratch that remark"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • scratch
  • ,
  • expunge
  • ,
  • excise

14. Αφαιρέστε διαγράφοντας ή διασχίζοντας έξω ή σαν να σχεδιάζετε μια γραμμή

  • "Παρακαλώ επιλέξτε αυτή την παρατήρηση από το ρεκόρ"
  • "Γράψτε αυτή την παρατήρηση"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • γρατσουνιά
  • ,
  • αποβάλλω
  • ,
  • ειδικός

15. Cause to experience suddenly

  • "Panic struck me"
  • "An interesting idea hit her"
  • "A thought came to me"
  • "The thought struck terror in our minds"
  • "They were struck with fear"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike
  • ,
  • come to

15. Επειδή βιώνει ξαφνικά

  • "Ο πανικός με χτύπησε"
  • "Μια ενδιαφέρουσα ιδέα την χτύπησε"
  • "Έρχεται μια σκέψη σε μένα"
  • "Η σκέψη χτύπησε τον τρόμο στο μυαλό μας"
  • "Εντυπωσιάστηκαν από φόβο"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • ελάτε σε

16. Drive something violently into a location

  • "He hit his fist on the table"
  • "She struck her head on the low ceiling"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike

16. Οδηγήστε κάτι βίαια σε μια τοποθεσία

  • "Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι"
  • "Χτύπησε το κεφάλι της στο χαμηλό ταβάνι"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία

17. Occupy or take on

  • "He assumes the lotus position"
  • "She took her seat on the stage"
  • "We took our seats in the orchestra"
  • "She took up her position behind the tree"
  • "Strike a pose"
    synonym:
  • assume
  • ,
  • take
  • ,
  • strike
  • ,
  • take up

17. Απασχολώ

  • "Αναλαμβάνει τη θέση του λωτού"
  • "Έπιασε τη θέση της στη σκηνή"
  • "Πήραμε τις θέσεις μας στην ορχήστρα"
  • "Ανέλαβε τη θέση της πίσω από το δέντρο"
  • "Πετάξτε μια στάση"
    συνώνυμο:
  • υποθέτω
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • απεργία

18. Form by stamping, punching, or printing

  • "Strike coins"
  • "Strike a medal"
    synonym:
  • mint
  • ,
  • coin
  • ,
  • strike

18. Μορφή με σφράγιση, διάτρηση ή εκτύπωση

  • "Απαγορευμένα νομίσματα"
  • "Πάρε μετάλλιο"
    συνώνυμο:
  • μέντα
  • ,
  • νόμισμα
  • ,
  • απεργία

19. Smooth with a strickle

  • "Strickle the grain in the measure"
    synonym:
  • strickle
  • ,
  • strike

19. Λεία με ένα τούβλο

  • "Τρικλίστε το σιτάρι στο μέτρο"
    συνώνυμο:
  • ακροβατώ
  • ,
  • απεργία

20. Pierce with force

  • "The bullet struck her thigh"
  • "The icy wind struck through our coats"
    synonym:
  • strike

20. Τρύπημα με δύναμη

  • "Η σφαίρα χτύπησε το μηρό της"
  • "Ο παγωμένος άνεμος χτύπησε μέσα από τα παλτά μας"
    συνώνυμο:
  • απεργία

21. Arrive at after reckoning, deliberating, and weighing

  • "Strike a balance"
  • "Strike a bargain"
    synonym:
  • strike

21. Φτάστε μετά από υπολογισμό, συζήτηση και ζύγιση

  • "Επιτύχετε ισορροπία"
  • "Επιτύχετε μια συμφωνία"
    συνώνυμο:
  • απεργία

Examples of using

As they say, you've got to strike while the iron's hot. You're not going to have another chance like this one.
Όπως λένε, πρέπει να χτυπήσετε ενώ το σίδερο είναι ζεστό. Δεν πρόκειται να έχετε άλλη μια ευκαιρία σαν αυτή.
Today I'm on strike against the strike.
Σήμερα είμαι σε απεργία ενάντια στην απεργία.
The bus drivers are going on strike today.
Οι οδηγοί των λεωφορείων απεργούν σήμερα.