Translation meaning & definition of the word "strident" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρίνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strident
[Στριπτίζ]/straɪdənt/
adjective
1. Conspicuously and offensively loud
- Given to vehement outcry
- "Blatant radios"
- "A clamorous uproar"
- "Strident demands"
- "A vociferous mob"
- synonym:
- blatant ,
- clamant ,
- clamorous ,
- strident ,
- vociferous
1. Εμφανώς και επιθετικά δυνατά
- Δίνεται στην κατακραυγή
- "Κενά ραδιόφωνα"
- "Μια κραυγαλέα αναταραχή"
- "Απαιτήσεις από τους ανθρώπους"
- "Ένας φωνητικός όχλος"
- συνώνυμο:
- κραυγαλέα ,
- κραυγαλέοσ ,
- απατηλόσ ,
- αποτυχημένοσ ,
- φωνητικόσ
2. Of speech sounds produced by forcing air through a constricted passage (as `f', `s', `z', or `th' in both `thin' and `then')
- synonym:
- fricative ,
- continuant ,
- sibilant ,
- spirant ,
- strident
2. Των ήχων του λόγου που παράγονται αναγκάζοντας τον αέρα μέσα από ένα στενό πέρασμα (α, `ζ', ή ``το` και στα δύο `λεπτά' και `)
- συνώνυμο:
- τριχωτόσ ,
- συνεχιστικόσ ,
- αμφιβολίαση ,
- πνευματικόσ ,
- αποτυχημένοσ
3. Being sharply insistent on being heard
- "Strident demands"
- "Shrill criticism"
- synonym:
- strident ,
- shrill
3. Επιμένοντας απότομα να ακουστεί
- "Απαιτήσεις από τους ανθρώπους"
- "Αποφασιστική κριτική"
- συνώνυμο:
- αποτυχημένοσ ,
- συρρικνώνω
4. Unpleasantly loud and harsh
- synonym:
- raucous ,
- strident
4. Δυσάρεστα δυνατά και σκληρά
- συνώνυμο:
- βραχώδησ ,
- αποτυχημένοσ