Translation meaning & definition of the word "stride" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξεφάνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stride
[Παραξενεύω]/straɪd/
noun
1. A step in walking or running
- synonym:
- pace ,
- stride ,
- tread
1. Ένα βήμα στο περπάτημα ή στο τρέξιμο
- συνώνυμο:
- ρυθμός ,
- βουτώ ,
- περπατώ
2. The distance covered by a step
- "He stepped off ten paces from the old tree and began to dig"
- synonym:
- footstep ,
- pace ,
- step ,
- stride
2. Η απόσταση καλύπτεται από ένα βήμα
- "Βγήκε από το παλιό δέντρο και άρχισε να σκάβει"
- συνώνυμο:
- βήμα ,
- ρυθμός ,
- βουτώ
3. Significant progress (especially in the phrase "make strides")
- "They made big strides in productivity"
- synonym:
- stride
3. Σημαντική πρόοδος (ειδικά στη φράση "κάντε βήματα")
- "Κάνουν μεγάλα βήματα στην παραγωγικότητα"
- συνώνυμο:
- βουτώ
verb
1. Walk with long steps
- "He strode confidently across the hall"
- synonym:
- stride
1. Περπατήστε με μεγάλα βήματα
- "Περπάτησε με αυτοπεποίθηση σε όλη την αίθουσα"
- συνώνυμο:
- βουτώ
2. Cover or traverse by taking long steps
- "She strode several miles towards the woods"
- synonym:
- stride
2. Καλύψτε ή διασχίστε με μεγάλα βήματα
- "Κατευθύνθηκε αρκετά μίλια προς το δάσος"
- συνώνυμο:
- βουτώ