Translation meaning & definition of the word "stretcher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εκτεταμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stretcher
[Τεντώνων]/strɛʧər/
noun
1. A wooden framework on which canvas is stretched and fixed for oil painting
- synonym:
- stretcher
1. Ένα ξύλινο πλαίσιο στο οποίο ο καμβάς είναι τεντωμένος και σταθερός για την ελαιογραφία
- συνώνυμο:
- φορείο
2. A mechanical device used to make something larger (as shoes or gloves) by stretching it
- synonym:
- stretcher
2. Μια μηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για να κάνει κάτι μεγαλύτερο παπούτσια ( ή γάντια) με τέντωμα
- συνώνυμο:
- φορείο
3. A litter for transporting people who are ill or wounded or dead
- Usually consists of a sheet of canvas stretched between two poles
- synonym:
- stretcher
3. Σκουπίδια για τη μεταφορά ανθρώπων που είναι άρρωστοι ή τραυματισμένοι ή νεκροί
- Συνήθως αποτελείται από ένα φύλλο καμβά που τεντώνεται μεταξύ δύο πόλων
- συνώνυμο:
- φορείο
4. A stone that forms the top of wall or building
- synonym:
- capstone ,
- copestone ,
- coping stone ,
- stretcher
4. Μια πέτρα που σχηματίζει την κορυφή του τοίχου ή του κτιρίου
- συνώνυμο:
- καπότσεσ ,
- στεγανοποίησησ ,
- πέτρα αντιμετώπισης ,
- φορείο
Examples of using
The last time I saw Tom, he was on a stretcher.
Την τελευταία φορά που είδα τον Τομ, ήταν σε ένα φορείο.
The last time I saw Tom, he was on a stretcher.
Την τελευταία φορά που είδα τον Τομ, ήταν σε ένα φορείο.