Translation meaning & definition of the word "strength" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δύναμη" στην ελληνική γλώσσα
Strength
[Δύναμη]noun
1. The property of being physically or mentally strong
- "Fatigue sapped his strength"
- synonym:
- strength
1. Η ιδιότητα του να είσαι σωματικά ή ψυχικά δυνατός
- "Η κούραση του είχε σταματήσει τη δύναμή"
- συνώνυμο:
- δύναμη
2. Capability in terms of personnel and materiel that affect the capacity to fight a war
- "We faced an army of great strength"
- "Politicians have neglected our military posture"
- synonym:
- military capability ,
- military strength ,
- strength ,
- military posture ,
- posture
2. Ικανότητα όσον αφορά το προσωπικό και το υλικό που επηρεάζουν την ικανότητα να καταπολεμήσουν έναν πόλεμο
- "Αντιμετωπίσαμε έναν στρατό μεγάλης δύναμης"
- "Οι πολιτικοί έχουν παραμελήσει τη στρατιωτική μας στάση"
- συνώνυμο:
- στρατιωτική ικανότητα ,
- στρατιωτική δύναμη ,
- δύναμη ,
- στρατιωτική στάση ,
- στάση
3. Physical energy or intensity
- "He hit with all the force he could muster"
- "It was destroyed by the strength of the gale"
- "A government has not the vitality and forcefulness of a living man"
- synonym:
- force ,
- forcefulness ,
- strength
3. Φυσική ενέργεια ή ένταση
- "Χτύπησε με όλη τη δύναμη που θα μπορούσε να συγκεντρώσει"
- "Καταστράφηκε από τη δύναμη του φυτού"
- "Μια κυβέρνηση δεν έχει τη ζωτικότητα και τη δύναμη ενός ζωντανού ανθρώπου"
- συνώνυμο:
- δύναμη ,
- δυνατότητα
4. An asset of special worth or utility
- "Cooking is his forte"
- synonym:
- forte ,
- strong suit ,
- long suit ,
- metier ,
- specialty ,
- speciality ,
- strong point ,
- strength
4. Ένα περιουσιακό στοιχείο ειδικής αξίας ή χρησιμότητας
- "Το μαγείρεμα είναι το φόρτε του"
- συνώνυμο:
- φόρτε ,
- ισχυρό κοστούμι ,
- μακρύ κοστούμι ,
- μετριόφρων ,
- ειδικότητα ,
- ισχυρό σημείο ,
- δύναμη
5. The power to induce the taking of a course of action or the embracing of a point of view by means of argument or entreaty
- "The strength of his argument settled the matter"
- synonym:
- persuasiveness ,
- strength
5. Τη δύναμη να προκαλέσει την ανάληψη μιας πορείας δράσης ή την αγκαλιά μιας άποψης μέσω επιχειρημάτων ή παραπλάνησης
- "Η δύναμη του επιχειρήματός του έλυσε το θέμα"
- συνώνυμο:
- πειστικότητα ,
- δύναμη
6. The amount of energy transmitted (as by acoustic or electromagnetic radiation)
- "He adjusted the intensity of the sound"
- "They measured the station's signal strength"
- synonym:
- intensity ,
- strength ,
- intensity level
6. Η ποσότητα της ενέργειας που μεταδίδεται (α με ακουστική ή ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία)
- "Προσάρμοσε την ένταση του ήχου"
- "Μέτρησαν την ισχύ του σήματος του σταθμού"
- συνώνυμο:
- ένταση ,
- δύναμη ,
- επίπεδο έντασης
7. Capacity to produce strong physiological or chemical effects
- "The toxin's potency"
- "The strength of the drinks"
- synonym:
- potency ,
- effectiveness ,
- strength
7. Ικανότητα παραγωγής ισχυρών φυσιολογικών ή χημικών επιδράσεων
- "Η ισχύς της τοξίνης"
- "Η δύναμη των ποτών"
- συνώνυμο:
- δραστικότητα ,
- αποτελεσματικότητα ,
- δύναμη
8. The condition of financial success
- "The strength of the company's stock in recent weeks"
- synonym:
- strength
8. Η κατάσταση της οικονομικής επιτυχίας
- "Η δύναμη του αποθέματος της εταιρείας τις τελευταίες εβδομάδες"
- συνώνυμο:
- δύναμη
9. Permanence by virtue of the power to resist stress or force
- "They advertised the durability of their products"
- synonym:
- lastingness ,
- durability ,
- enduringness ,
- strength
9. Μονιμότητα λόγω της δύναμης να αντισταθεί στο άγχος ή τη δύναμη
- "Διαφήμισαν την ανθεκτικότητα των προϊόντων τους"
- συνώνυμο:
- διαχρονικότητα ,
- ανθεκτικότητα ,
- δύναμη