Translation meaning & definition of the word "streetcar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκίνητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Streetcar
[Στρατηγό]/stritkɑr/
noun
1. A wheeled vehicle that runs on rails and is propelled by electricity
- synonym:
- streetcar ,
- tram ,
- tramcar ,
- trolley ,
- trolley car
1. Ένα τροχοφόρο όχημα που τρέχει σε ράγες και ωθείται από ηλεκτρική ενέργεια
- συνώνυμο:
- τραμ ,
- τρόλεϊ ,
- αυτοκίνητο τρόλεϊ