Translation meaning & definition of the word "streaming" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσάρτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Streaming
[Ρευστοποίηση]/strimɪŋ/
noun
1. The circulation of cytoplasm within a cell
- synonym:
- cyclosis ,
- streaming
1. Η κυκλοφορία του κυτταροπλάσματος μέσα σε ένα κύτταρο
- συνώνυμο:
- κυκλώσεωσ ,
- ροή
adjective
1. Exuding a bodily fluid in profuse amounts
- "His streaming face"
- "Her streaming eyes"
- synonym:
- streaming
1. Αποπνέοντας ένα σωματικό υγρό σε άφθονα ποσά
- "Το πρόσωπό του που ρέει"
- "Μεταδίδοντας τα μάτια της"
- συνώνυμο:
- ροή
2. (computer science) using or relating to a form of continuous tape transport
- Used mainly to provide backup storage of unedited data
- "Streaming audio"
- "Streaming video recording"
- synonym:
- streaming
2. (επιστήμη υπολογιστών) με χρήση ή σχετική με μια μορφή συνεχούς μεταφοράς ταινιών
- Χρησιμοποιείται κυρίως για την παροχή εφεδρικής αποθήκευσης μη επεξεργασμένων δεδομένων
- "Ενσωμάτωση ήχου"
- "Εγγραφή βίντεο"
- συνώνυμο:
- ροή