Translation meaning & definition of the word "stream" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράντη" στην ελληνική γλώσσα
Stream
[Ρεύμα]noun
1. A natural body of running water flowing on or under the earth
- synonym:
- stream ,
- watercourse
1. Ένα φυσικό σώμα τρεχούμενου νερού που ρέει πάνω ή κάτω από τη γη
- συνώνυμο:
- ρεύμα ,
- υδατοφυΐα
2. Dominant course (suggestive of running water) of successive events or ideas
- "Two streams of development run through american history"
- "Stream of consciousness"
- "The flow of thought"
- "The current of history"
- synonym:
- stream ,
- flow ,
- current
2. Κυρίαρχο μάθημα (υποστηρικτικό τρεχούμενου νερού) διαδοχικών γεγονότων ή ιδεών
- "Δύο ρεύματα ανάπτυξης διατρέχουν την αμερικανική ιστορία"
- "Το ρεύμα της συνείδησης"
- "Η ροή της σκέψης"
- "Το ρεύμα της ιστορίας"
- συνώνυμο:
- ρεύμα ,
- ροή
3. The act of flowing or streaming
- Continuous progression
- synonym:
- flow ,
- stream
3. Η πράξη της ροής ή της ροής
- Συνεχής εξέλιξη
- συνώνυμο:
- ροή ,
- ρεύμα
4. Something that resembles a flowing stream in moving continuously
- "A stream of people emptied from the terminal"
- "The museum had planned carefully for the flow of visitors"
- synonym:
- stream ,
- flow
4. Κάτι που μοιάζει με ένα ρέον ρεύμα σε κίνηση συνεχώς
- "Ένα ρεύμα ανθρώπων αδειάζει από το τερματικό"
- "Το μουσείο είχε προγραμματίσει προσεκτικά για τη ροή των επισκεπτών"
- συνώνυμο:
- ρεύμα ,
- ροή
5. A steady flow of a fluid (usually from natural causes)
- "The raft floated downstream on the current"
- "He felt a stream of air"
- "The hose ejected a stream of water"
- synonym:
- current ,
- stream
5. Μια σταθερή ροή ενός υγρού (συνήθως από φυσικά αίτια)
- "Η σχεδία επιπλέει κατάντη στο ρεύμα"
- "Ένιωσε ένα ρεύμα αέρα"
- "Ο σωλήνας εκτίναξε ένα ρεύμα νερού"
- συνώνυμο:
- ρεύμα
verb
1. To extend, wave or float outward, as if in the wind
- "Their manes streamed like stiff black pennants in the wind"
- synonym:
- stream
1. Για να επεκταθεί, να κυματίσει ή να επιπλέουν προς τα έξω, σαν στον άνεμο
- "Οι άνδρες τους έρεαν σαν σκληρές μαύρες πένες στον άνεμο"
- συνώνυμο:
- ρεύμα
2. Exude profusely
- "She was streaming with sweat"
- "His nose streamed blood"
- synonym:
- stream
2. Αφειδώς
- "Μεταδίδεται με ιδρώτα"
- "Η μύτη του έρεε αίμα"
- συνώνυμο:
- ρεύμα
3. Move in large numbers
- "People were pouring out of the theater"
- "Beggars pullulated in the plaza"
- synonym:
- pour ,
- swarm ,
- stream ,
- teem ,
- pullulate
3. Μετακίνηση σε μεγάλους αριθμούς
- "Οι άνθρωποι έβγαιναν από το θέατρο"
- "Οι ζητιάνοι τραβήχτηκαν στην πλατεία"
- συνώνυμο:
- ρίχνω ,
- πληγώνω ,
- ρεύμα ,
- τεμ ,
- τραβώ
4. Rain heavily
- "Put on your rain coat-- it's pouring outside!"
- synonym:
- pour ,
- pelt ,
- stream ,
- rain cats and dogs ,
- rain buckets
4. Βροχή
- "Τυλίξτε το παλτό της βροχής σας- χύνεται έξω!"
- συνώνυμο:
- ρίχνω ,
- πελτ ,
- ρεύμα ,
- γάτες βροχής και σκύλοι ,
- κάδοι βροχής
5. Flow freely and abundantly
- "Tears streamed down her face"
- synonym:
- stream ,
- well out
5. Ροή ελεύθερα και άφθονα
- "Δάκρυα στο πρόσωπό της"
- συνώνυμο:
- ρεύμα ,
- πηγαίνω πολύ