Translation meaning & definition of the word "stray" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστέρι" στην ελληνική γλώσσα
Stray
[Στρεψόσ]noun
1. An animal that has strayed (especially a domestic animal)
- synonym:
- stray
1. Ένα ζώο που έχει απομακρυνθεί (ειδικά ένα κατοικίδιο ζώο)
- συνώνυμο:
- αδέσποτοσ
verb
1. Move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment
- "The gypsies roamed the woods"
- "Roving vagabonds"
- "The wandering jew"
- "The cattle roam across the prairie"
- "The laborers drift from one town to the next"
- "They rolled from town to town"
- synonym:
- roll ,
- wander ,
- swan ,
- stray ,
- tramp ,
- roam ,
- cast ,
- ramble ,
- rove ,
- range ,
- drift ,
- vagabond
1. Μετακινηθείτε άσκοπα ή χωρίς κανένα προορισμό, συχνά σε αναζήτηση τροφής ή απασχόλησης
- "Οι τσιγγάνοι περιπλανιόντουσαν στο δάσος"
- "Λαξευτοί αλήτες"
- "Ο περιπλανώμενος εβραίος"
- "Τα βοοειδή περιφέρονται στο λιβάδι"
- "Οι εργάτες παρασύρονται από τη μια πόλη στην άλλη"
- "Έτρεξαν από πόλη σε πόλη"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- περιπλανώμαι ,
- κύκνος ,
- αδέσποτοσ ,
- τραμπ ,
- κατασκευάζω ,
- εύρος ,
- παρασυρόμενοσ ,
- αλήτησ
2. Wander from a direct course or at random
- "The child strayed from the path and her parents lost sight of her"
- "Don't drift from the set course"
- synonym:
- stray ,
- err ,
- drift
2. Περιπλανηθείτε από μια άμεση πορεία ή τυχαία
- "Το παιδί απομακρύνθηκε από το μονοπάτι και οι γονείς της έχασαν την όρασή της"
- "Μην παρασύρετε από το καθορισμένο μάθημα"
- συνώνυμο:
- αδέσποτοσ ,
- ερ ,
- παρασυρόμενοσ
3. Lose clarity or turn aside especially from the main subject of attention or course of argument in writing, thinking, or speaking
- "She always digresses when telling a story"
- "Her mind wanders"
- "Don't digress when you give a lecture"
- synonym:
- digress ,
- stray ,
- divagate ,
- wander
3. Χάστε τη σαφήνεια ή παραμερίστε ειδικά από το κύριο θέμα της προσοχής ή της πορείας του επιχειρήματος γραπτώς, σκέψης ή ομιλίας
- "Πάντα χαϊδεύει όταν λέει μια ιστορία"
- "Το μυαλό της περιπλανιέται"
- "Μην χαϊδεύεις όταν δίνεις μια διάλεξη"
- συνώνυμο:
- εκσκαφέασ ,
- αδέσποτοσ ,
- διαιρείται ,
- περιπλανώμαι
adjective
1. Not close together in time
- "Isolated instances of rebellion"
- "A few stray crumbs"
- synonym:
- isolated ,
- stray
1. Δεν είναι κοντά στο χρόνο
- "Απομονωμένες περιπτώσεις εξέγερσης"
- "Μερικά αδέσποτα ψίχουλα"
- συνώνυμο:
- απομονωμένος ,
- αδέσποτοσ
2. (of an animal) having no home or having wandered away from home
- "A stray calf"
- "A stray dog"
- synonym:
- stray
2. ( ενός ζώου) χωρίς σπίτι ή έχοντας περιπλανηθεί μακριά από το σπίτι
- "Ένα αδέσποτο μοσχάρι"
- "Ένα αδέσποτο σκυλί"
- συνώνυμο:
- αδέσποτοσ