Translation meaning & definition of the word "strategy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρατηγική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strategy
[Στρατηγική]/strætəʤi/
noun
1. An elaborate and systematic plan of action
- synonym:
- scheme ,
- strategy
1. Ένα περίπλοκο και συστηματικό σχέδιο δράσης
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- στρατηγική
2. The branch of military science dealing with military command and the planning and conduct of a war
- synonym:
- strategy
2. Ο κλάδος της στρατιωτικής επιστήμης που ασχολείται με τη στρατιωτική διοίκηση και το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή ενός πολέμου
- συνώνυμο:
- στρατηγική
Examples of using
Tom's strategy was responsible for the victory.
Η στρατηγική του Τομ ήταν υπεύθυνη για τη νίκη.
We need a completely new strategy.
Χρειαζόμαστε μια εντελώς νέα στρατηγική.
These aims are an important part of the regional development strategy.
Οι στόχοι αυτοί αποτελούν σημαντικό μέρος της στρατηγικής περιφερειακής ανάπτυξης.