Translation meaning & definition of the word "strategist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρατηγικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strategist
[Στρατηγικός]/strætɪʤɪst/
noun
1. An expert in strategy (especially in warfare)
- synonym:
- strategist ,
- strategian
1. Ένας εμπειρογνώμονας στη στρατηγική (ειδικά στον πόλεμο)
- συνώνυμο:
- στρατηγικός