Translation meaning & definition of the word "strategic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρατηγική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strategic
[Στρατηγική]/strətiʤɪk/
adjective
1. Relating to or concerned with strategy
- "Strategic weapon"
- "The islands are of strategic importance"
- "Strategic considerations"
- synonym:
- strategic ,
- strategical
1. Σχετικά με ή ενδιαφέρονται για τη στρατηγική
- "Στρατηγικό όπλο"
- "Τα νησιά έχουν στρατηγική σημασία"
- "Στρατηγικές εκτιμήσεις"
- συνώνυμο:
- στρατηγική ,
- στρατηγικόσ
2. Highly important to or an integral part of a strategy or plan of action especially in war
- "A strategic chess move"
- "Strategic withdrawal"
- "Strategic bombing missions"
- synonym:
- strategic
2. Εξαιρετικά σημαντικό ή αναπόσπαστο μέρος μιας στρατηγικής ή ενός σχεδίου δράσης, ειδικά στον πόλεμο
- "Στρατηγική κίνηση σκακιού"
- "Στρατηγική απόσυρση"
- "Στρατηγικές αποστολές βομβαρδισμού"
- συνώνυμο:
- στρατηγική