Translation meaning & definition of the word "strand" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "στρατός" στην ελληνική γλώσσα
Strand
[Στραντ]noun
1. A pattern forming a unity within a larger structural whole
- "He tried to pick up the strands of his former life"
- "I could hear several melodic strands simultaneously"
- synonym:
- strand
1. Ένα μοτίβο που σχηματίζει μια ενότητα μέσα σε ένα μεγαλύτερο δομικό σύνολο
- "Προσπάθησε να πάρει τα σκέλη της προηγούμενης ζωής του"
- "Θα μπορούσα να ακούσω πολλά μελωδικά σκέλη ταυτόχρονα"
- συνώνυμο:
- σκέλος
2. Line consisting of a complex of fibers or filaments that are twisted together to form a thread or a rope or a cable
- synonym:
- strand
2. Γραμμή που αποτελείται από ένα σύμπλεγμα ινών ή νημάτων που στρίβονται μαζί για να σχηματίσουν ένα νήμα ή ένα σχοινί ή ένα καλώδιο
- συνώνυμο:
- σκέλος
3. A necklace made by a stringing objects together
- "A string of beads"
- "A strand of pearls"
- synonym:
- chain ,
- string ,
- strand
3. Ένα κολιέ φτιαγμένο από αντικείμενα που συνδέονται μεταξύ τους
- "Μια σειρά από χάντρες"
- "Ένα σκέλος από μαργαριτάρια"
- συνώνυμο:
- αλυσίδα ,
- συμβολοσειρά ,
- σκέλος
4. A very slender natural or synthetic fiber
- synonym:
- fibril ,
- filament ,
- strand
4. Μια πολύ λεπτή φυσική ή συνθετική ίνα
- συνώνυμο:
- ινώδησ ,
- νήμα ,
- σκέλος
5. A poetic term for a shore (as the area periodically covered and uncovered by the tides)
- synonym:
- strand
5. Ένας ποιητικός όρος για μια ακτή (ας η περιοχή καλύπτεται περιοδικά και αποκαλύπτεται από την παλίρροια
- συνώνυμο:
- σκέλος
6. A street in west central london famous for its theaters and hotels
- synonym:
- Strand
6. Ένας δρόμος στο δυτικό κεντρικό λονδίνο διάσημος για τα θέατρα και τα ξενοδοχεία του
- συνώνυμο:
- Στραντ
verb
1. Leave stranded or isolated with little hope of rescue
- "The travellers were marooned"
- synonym:
- maroon ,
- strand
1. Αφήστε προσαραγμένο ή απομονωμένο με λίγη ελπίδα διάσωσης
- "Οι ταξιδιώτες είχαν αποτυπωθεί"
- συνώνυμο:
- μαρούν ,
- σκέλος
2. Drive (a vessel) ashore
- synonym:
- strand
2. Οδηγήστε το σκάφος ( στην ξηρά
- συνώνυμο:
- σκέλος
3. Bring to the ground
- "The storm grounded the ship"
- synonym:
- ground ,
- strand ,
- run aground
3. Φέρνω στο έδαφος
- "Η καταιγίδα γείωσε το πλοίο"
- συνώνυμο:
- έδαφος ,
- σκέλος ,
- τρέχω