Translation meaning & definition of the word "strained" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στραγγιζόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strained
[Στραβοπατώ]/strend/
adjective
1. Lacking natural ease
- "A labored style of debating"
- synonym:
- labored ,
- laboured ,
- strained
1. Λείπει η φυσική ευκολία
- "Ένα εργαστηριακό στυλ συζήτησης"
- συνώνυμο:
- εργαζόμενος ,
- εργαστηριακή ,
- τεντωμένοσ
2. Showing signs of mental and emotional tension
- "Her voice was strained as she asked the question"
- synonym:
- strained
2. Εμφάνιση σημείων ψυχικής και συναισθηματικής έντασης
- "Η φωνή της ήταν τεταμένη καθώς έθεσε την ερώτηση"
- συνώνυμο:
- τεντωμένοσ
3. Lacking spontaneity
- Not natural
- "A constrained smile"
- "Forced heartiness"
- "A strained smile"
- synonym:
- constrained ,
- forced ,
- strained
3. Έλλειψη αυθορμητισμού
- Όχι φυσικό
- "Ένα περιορισμένο χαμόγελο"
- "Καταναγκαστική καρδιά"
- "Ένα τεταμένο χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- περιορισμένος ,
- αναγκασμένος ,
- τεντωμένοσ
4. Struggling for effect
- "Agonistic poses"
- synonym:
- agonistic ,
- strained
4. Αγωνιζόμενος για το αποτέλεσμα
- "Αγωνιστικές πόζες"
- συνώνυμο:
- αγωνιστικόσ ,
- τεντωμένοσ
Examples of using
His weight strained the rope.
Το βάρος του έτρεξε το σχοινί.