Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "strain" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "στέλεχος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Strain

[Στέλεχος]
/stren/

noun

1. (physics) deformation of a physical body under the action of applied forces

    synonym:
  • strain

1. (φυσική) παραμόρφωση ενός φυσικού σώματος υπό τη δράση εφαρμοζόμενων δυνάμεων

    συνώνυμο:
  • στέλεχος

2. Difficulty that causes worry or emotional tension

  • "She endured the stresses and strains of life"
  • "He presided over the economy during the period of the greatest stress and danger"- r.j.samuelson
    synonym:
  • stress
  • ,
  • strain

2. Δυσκολία που προκαλεί ανησυχία ή συναισθηματική ένταση

  • "Άντεξε τα άγχη και τις καταπονήσεις της ζωής"
  • "Προήδρευσε της οικονομίας κατά την περίοδο του μεγαλύτερου άγχους και κινδύνου" - rjsamuelson
    συνώνυμο:
  • στρες
  • ,
  • στέλεχος

3. A succession of notes forming a distinctive sequence

  • "She was humming an air from beethoven"
    synonym:
  • tune
  • ,
  • melody
  • ,
  • air
  • ,
  • strain
  • ,
  • melodic line
  • ,
  • line
  • ,
  • melodic phrase

3. Μια διαδοχή νότων που σχηματίζουν μια διακριτική ακολουθία

  • "Βούιζε έναν αέρα από τον μπετόβεν"
    συνώνυμο:
  • συντονίζω
  • ,
  • μελωδία
  • ,
  • αέρας
  • ,
  • στέλεχος
  • ,
  • μελωδική γραμμή
  • ,
  • γραμμή
  • ,
  • μελωδική φράση

4. (psychology) nervousness resulting from mental stress

  • "His responsibilities were a constant strain"
  • "The mental strain of staying alert hour after hour was too much for him"
    synonym:
  • strain
  • ,
  • mental strain
  • ,
  • nervous strain

4. (ψυχολογία) νευρικότητα που προκύπτει από ψυχικό στρες

  • "Οι ευθύνες του ήταν μια συνεχής πίεση"
  • "Η ψυχική καταπόνηση της παραμονής σε εγρήγορση ώρα με την ώρα ήταν υπερβολική για αυτόν"
    συνώνυμο:
  • στέλεχος
  • ,
  • ψυχική καταπόνηση
  • ,
  • νευρική καταπόνηση

5. A special variety of domesticated animals within a species

  • "He experimented on a particular breed of white rats"
  • "He created a new strain of sheep"
    synonym:
  • breed
  • ,
  • strain
  • ,
  • stock

5. Μια ιδιαίτερη ποικιλία εξημερωμένων ζώων μέσα σε ένα είδος

  • "Πειραματίστηκε σε μια συγκεκριμένη ράτσα λευκών αρουραίων"
  • "Δημιούργησε ένα νέο στέλεχος προβάτων"
    συνώνυμο:
  • φυλή
  • ,
  • στέλεχος
  • ,
  • απόθεμα

6. (biology) a group of organisms within a species that differ in trivial ways from similar groups

  • "A new strain of microorganisms"
    synonym:
  • form
  • ,
  • variant
  • ,
  • strain
  • ,
  • var.

6. (βιολογία) μια ομάδα οργανισμών μέσα σε ένα είδος που διαφέρουν με ασήμαντους τρόπους από παρόμοιες ομάδες

  • "Ένα νέο στέλεχος μικροοργανισμών"
    συνώνυμο:
  • μορφή
  • ,
  • παραλλαγή
  • ,
  • στέλεχος
  • ,
  • var.

7. Injury to a muscle (often caused by overuse)

  • Results in swelling and pain
    synonym:
  • strain

7. Τραυματισμός ενός μυός (συχνά προκαλείται από υπερβολική χρήση)

  • Έχει ως αποτέλεσμα οίδημα και πόνο
    συνώνυμο:
  • στέλεχος

8. The general meaning or substance of an utterance

  • "Although i disagreed with him i could follow the tenor of his argument"
    synonym:
  • tenor
  • ,
  • strain

8. Η γενική έννοια ή ουσία μιας έκφρασης

  • "Αν και διαφώνησα μαζί του, θα μπορούσα να ακολουθήσω το περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας του"
    συνώνυμο:
  • τενόρος
  • ,
  • στέλεχος

9. An effortful attempt to attain a goal

    synonym:
  • striving
  • ,
  • nisus
  • ,
  • pains
  • ,
  • strain

9. Μια προσπαθητική προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου

    συνώνυμο:
  • προσπαθώντας
  • ,
  • nisus
  • ,
  • πόνοι
  • ,
  • στέλεχος

10. An intense or violent exertion

    synonym:
  • strain
  • ,
  • straining

10. Μια έντονη ή βίαιη άσκηση

    συνώνυμο:
  • στέλεχος
  • ,
  • τέντωμα

11. The act of singing

  • "With a shout and a song they marched up to the gates"
    synonym:
  • song
  • ,
  • strain

11. Η πράξη του τραγουδιού

  • "Με μια κραυγή και ένα τραγούδι ανέβηκαν στις πύλες"
    συνώνυμο:
  • τραγούδι
  • ,
  • στέλεχος

verb

1. To exert much effort or energy

  • "Straining our ears to hear"
    synonym:
  • strive
  • ,
  • reach
  • ,
  • strain

1. Να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια ή ενέργεια

  • "Στραγγίζοντας τα αυτιά μας για να ακούσουμε"
    συνώνυμο:
  • προσπαθώ
  • ,
  • φθάνω
  • ,
  • στέλεχος

2. Test the limits of

  • "You are trying my patience!"
    synonym:
  • try
  • ,
  • strain
  • ,
  • stress

2. Δοκιμάστε τα όρια των

  • "Δοκιμάζεις την υπομονή μου!"
    συνώνυμο:
  • προσπαθώ
  • ,
  • στέλεχος
  • ,
  • στρες

3. Use to the utmost

  • Exert vigorously or to full capacity
  • "He really extended himself when he climbed kilimanjaro"
  • "Don't strain your mind too much"
    synonym:
  • strain
  • ,
  • extend

3. Χρησιμοποιήστε στο έπακρο

  • Ασκήστε δυναμικά ή με πλήρη δυναμικότητα
  • "Πραγματικά επεκτάθηκε όταν ανέβηκε στο κιλιμάντζαρο"
  • "Μην κουράζεις πολύ το μυαλό σου"
    συνώνυμο:
  • στέλεχος
  • ,
  • επεκτείνω

4. Separate by passing through a sieve or other straining device to separate out coarser elements

  • "Sift the flour"
    synonym:
  • sift
  • ,
  • sieve
  • ,
  • strain

4. Διαχωρίστε περνώντας μέσα από ένα κόσκινο ή άλλη συσκευή καταπόνησης για να διαχωρίσετε πιο χονδροειδή στοιχεία

  • "Βάλε το αλεύρι"
    συνώνυμο:
  • κοσκίνισμα
  • ,
  • στέλεχος

5. Cause to be tense and uneasy or nervous or anxious

  • "He got a phone call from his lawyer that tensed him up"
    synonym:
  • tense
  • ,
  • strain
  • ,
  • tense up

5. Αιτία να είναι τεταμένη και άβολη ή νευρική ή ανήσυχη

  • "Πήρε ένα τηλεφώνημα από τον δικηγόρο του που τον τέντωσε"
    συνώνυμο:
  • τεταμένος
  • ,
  • στέλεχος
  • ,
  • τεντωμένος

6. Become stretched or tense or taut

  • "The bodybuilder's neck muscles tensed
  • " "the rope strained when the weight was attached"
    synonym:
  • strain
  • ,
  • tense

6. Γίνετε τεντωμένοι ή τεντωμένοι ή τεντωμένοι

  • "Οι μύες του λαιμού του bodybuilder τεντώθηκαν
  • " "το σχοινί καταπονήθηκε όταν το βάρος ήταν στερεωμένο"
    συνώνυμο:
  • στέλεχος
  • ,
  • τεταμένος

7. Remove by passing through a filter

  • "Filter out the impurities"
    synonym:
  • filter
  • ,
  • filtrate
  • ,
  • strain
  • ,
  • separate out
  • ,
  • filter out

7. Αφαιρέστε περνώντας μέσα από ένα φίλτρο

  • "Φιλτράρετε τις ακαθαρσίες"
    συνώνυμο:
  • φίλτρο
  • ,
  • διήθημα
  • ,
  • στέλεχος
  • ,
  • ξεχωρίζω
  • ,
  • φιλτράρω

8. Rub through a strainer or process in an electric blender

  • "Puree the vegetables for the baby"
    synonym:
  • puree
  • ,
  • strain

8. Τρίψτε μέσα από ένα σουρωτήρι ή διαδικασία σε ένα ηλεκτρικό μπλέντερ

  • "Καθαρίστε τα λαχανικά για το μωρό"
    συνώνυμο:
  • πουρέ
  • ,
  • στέλεχος

9. Alter the shape of (something) by stress

  • "His body was deformed by leprosy"
    synonym:
  • deform
  • ,
  • distort
  • ,
  • strain

9. Αλλάξτε το σχήμα του (κάτι) από το άγχος

  • "Το σώμα του παραμορφώθηκε από λέπρα"
    συνώνυμο:
  • παραμόρφωση
  • ,
  • διαστρεβλώνω
  • ,
  • στέλεχος

Examples of using

France has banned a strain of genetically modified maize.
Η Γαλλία έχει απαγορεύσει ένα στέλεχος γενετικά τροποποιημένου αραβοσίτου.
The liquid does not strain well.
Το υγρό δεν σουρώνει καλά.