Translation meaning & definition of the word "straightaway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόδραση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Straightaway
[Ευθεία]/stretəwe/
noun
1. A straight segment of a roadway or racecourse
- synonym:
- straightaway ,
- straight
1. Ένα ευθύ τμήμα ενός οδοστρώματος ή ενός αγώνα
- συνώνυμο:
- αμέσως ,
- ευθεία
adjective
1. Performed with little or no delay
- "An immediate reply to my letter"
- "A prompt reply"
- "Was quick to respond"
- "A straightaway denial"
- synonym:
- immediate ,
- prompt ,
- quick ,
- straightaway
1. Εκτελείται με λίγη ή καθόλου καθυστέρηση
- "Μια άμεση απάντηση στην επιστολή μου"
- "Μια άμεση απάντηση"
- "Ήταν γρήγορη να απαντήσει"
- "Μια αμέσως άρνηση"
- συνώνυμο:
- άμεσα ,
- προειδοποιώ ,
- γρήγορος ,
- αμέσως
adverb
1. Without delay or hesitation
- With no time intervening
- "He answered immediately"
- "Found an answer straightaway"
- "An official accused of dishonesty should be suspended forthwith"
- "Come here now!"
- synonym:
- immediately ,
- instantly ,
- straightaway ,
- straight off ,
- directly ,
- now ,
- right away ,
- at once ,
- forthwith ,
- like a shot
1. Χωρίς καθυστέρηση ή δισταγμό
- Χωρίς να παρεμβαίνει χρόνος
- "Απάντησε αμέσως"
- "Βρήκα αμέσως μια απάντηση"
- "Ένας αξιωματούχος που κατηγορείται για ανεντιμότητα πρέπει να ανασταλεί αμέσως"
- "Ελάτε εδώ τώρα!"
- συνώνυμο:
- αμέσως ,
- ευθεία ,
- άμεσα ,
- τώρα ,
- σαν πυροβολισμός