Translation meaning & definition of the word "straight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευθεία" στην ελληνική γλώσσα
Straight
[Ευθεία]noun
1. A heterosexual person
- Someone having a sexual orientation to persons of the opposite sex
- synonym:
- heterosexual ,
- heterosexual person ,
- straight person ,
- straight
1. Ένα ετεροφυλόφιλο άτομο
- Κάποιος που έχει σεξουαλικό προσανατολισμό σε άτομα του αντίθετου φύλου
- συνώνυμο:
- ετεροφυλόφιλοσ ,
- ετεροφυλόφιλο άτομο ,
- ευθύς άνθρωπος ,
- ευθεία
2. A poker hand with 5 consecutive cards (regardless of suit)
- synonym:
- straight
2. Ένα χέρι πόκερ με 5 διαδοχικές κάρτες (ανεξάρτητα από το κοστούμι)
- συνώνυμο:
- ευθεία
3. A straight segment of a roadway or racecourse
- synonym:
- straightaway ,
- straight
3. Ένα ευθύ τμήμα ενός οδοστρώματος ή ενός αγώνα
- συνώνυμο:
- αμέσως ,
- ευθεία
adjective
1. Successive (without a break)
- "Sick for five straight days"
- synonym:
- straight ,
- consecutive
1. Διαδοχικός ( χωρίς ένα σπάσιμο)
- "Αρρωσταίνουν για πέντε συνεχόμενες ημέρες"
- συνώνυμο:
- ευθεία ,
- διαδοχικόσ
2. Having no deviations
- "Straight lines"
- "Straight roads across the desert"
- "Straight teeth"
- "Straight shoulders"
- synonym:
- straight
2. Χωρίς αποκλίσεις
- "Αυτές οι γραμμές"
- "Απευθείας δρόμοι στην έρημο"
- "Αυτά τα δόντια"
- "Αυτοί οι ώμοι"
- συνώνυμο:
- ευθεία
3. (of hair) having no waves or curls
- "Her naturally straight hair hung long and silky"
- synonym:
- straight
3. (των μαλλιών) χωρίς κύματα ή μπούκλες
- "Τα φυσικά ίσια μαλλιά της κρέμονται μακριά και μεταξένια"
- συνώνυμο:
- ευθεία
4. Erect in posture
- "Sit straight"
- "Stood defiantly with unbowed back"
- synonym:
- straight ,
- unbent ,
- unbowed
4. Στύση στη στάση
- "Κάθεται ευθεία"
- "Άντεξε προκλητικά με αχαλίνωτη πλάτη"
- συνώνυμο:
- ευθεία ,
- απεριόριστοσ ,
- ανεμπόδιστοσ
5. In keeping with the facts
- "Set the record straight"
- "Made sure the facts were straight in the report"
- synonym:
- straight
5. Σύμφωνα με τα γεγονότα
- "Ρυθμίστε την εγγραφή ευθεία"
- "Διαβεβαιώθηκα ότι τα γεγονότα ήταν απευθείας στην έκθεση"
- συνώνυμο:
- ευθεία
6. Characterized by honesty and fairness
- "Straight dealing"
- "A square deal"
- synonym:
- straight ,
- square
6. Χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δικαιοσύνη
- "Ευθεία αντιμετώπιση"
- "Μια τετράγωνη συμφωνία"
- συνώνυμο:
- ευθεία ,
- τετράγωνο
7. No longer coiled
- synonym:
- uncoiled ,
- straight
7. Δεν είναι πλέον συσσωρευμένο
- συνώνυμο:
- αποσυνδεδεμένα ,
- ευθεία
8. Free from curves or angles
- "A straight line"
- synonym:
- straight
8. Απαλλαγμένος από τις καμπύλες ή τις γωνίες
- "Μια ευθεία γραμμή"
- συνώνυμο:
- ευθεία
9. Neatly arranged
- Not disorderly
- "The room is straight now"
- synonym:
- straight
9. Τακτοποιημένα
- Όχι άτακτα
- "Το δωμάτιο είναι ευθεία τώρα"
- συνώνυμο:
- ευθεία
10. Not homosexual
- synonym:
- straight
10. Όχι ομοφυλόφιλος
- συνώνυμο:
- ευθεία
11. Accurately fitted
- Level
- "The window frame isn't quite true"
- synonym:
- true ,
- straight
11. Εφαρμόζεται με ακρίβεια
- Επίπεδο
- "Το πλαίσιο του παραθύρου δεν είναι αλήθεια"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- ευθεία
12. Without evasion or compromise
- "A square contradiction"
- "He is not being as straightforward as it appears"
- synonym:
- square(a) ,
- straightforward ,
- straight
12. Χωρίς αποφυγή ή συμβιβασμό
- "Μια τετραγωνική αντίφαση"
- "Δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται"
- συνώνυμο:
- τετράγ() ,
- απλός ,
- ευθεία
13. Without water
- "Took his whiskey neat"
- synonym:
- neat ,
- straight ,
- full-strength
13. Χωρίς νερό
- "Πήρε το ουίσκι του καθαρό"
- συνώνυμο:
- τακτοποιημένος ,
- ευθεία ,
- πλήρης αντοχή
14. Following a correct or logical method
- "Straight reasoning"
- synonym:
- straight
14. Ακολουθώντας μια σωστή ή λογική μέθοδο
- "Ευθεία συλλογιστική"
- συνώνυμο:
- ευθεία
15. Rigidly conventional or old-fashioned
- synonym:
- square ,
- straight
15. Άκαμπτα συμβατικά ή παλιομοδίτικα
- συνώνυμο:
- τετράγωνο ,
- ευθεία
adverb
1. Without deviation
- "The path leads directly to the lake"
- "Went direct to the office"
- synonym:
- directly ,
- straight ,
- direct
1. Χωρίς απόκλιση
- "Το μονοπάτι οδηγεί κατευθείαν στη λίμνη"
- "Πήγαιναν απευθείας στο γραφείο"
- συνώνυμο:
- άμεσα ,
- ευθεία ,
- άμεσος
2. In a forthright manner
- Candidly or frankly
- "He didn't answer directly"
- "Told me straight out"
- "Came out flat for less work and more pay"
- synonym:
- directly ,
- flat ,
- straight
2. Με άμεσο τρόπο
- Ειλικρινά ή ειλικρινά
- "Δεν απάντησε άμεσα"
- "Μου είπες κατευθείαν"
- "Ήρθε έξω για λιγότερη δουλειά και περισσότερη αμοιβή"
- συνώνυμο:
- άμεσα ,
- επίπεδο ,
- ευθεία
3. In a straight line
- In a direct course
- "The road runs straight"
- synonym:
- straight
3. Σε ευθεία γραμμή
- Σε άμεση πορεία
- "Ο δρόμος τρέχει ευθεία"
- συνώνυμο:
- ευθεία