Translation meaning & definition of the word "strafe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στραφεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Strafe
[Στράβω]/stref/
noun
1. An attack of machine-gun fire or cannon fire from a low flying airplane
- "The next morning they carried out a strafe of enemy airfields"
- synonym:
- strafe
1. Μια επίθεση πυρκαγιάς πολυβόλου ή πυρκαγιάς κανονιού από ένα χαμηλό ιπτάμενο αεροπλάνο
- "Το επόμενο πρωί πραγματοποίησαν ένα στενό των εχθρικών αεροδρομίων"
- συνώνυμο:
- στράβω
verb
1. Attack with machine guns or cannon fire from a low-flying plane
- "Civilians were strafed in an effort to force the country's surrender"
- synonym:
- strafe
1. Επίθεση με πολυβόλα ή πυρκαγιά κανονιού από ένα αεροπλάνο χαμηλής πτήσης
- "Οι πολίτες ήταν δεμένοι σε μια προσπάθεια να αναγκάσουν την παράδοση της χώρας"
- συνώνυμο:
- στράβω