Translation meaning & definition of the word "stowaway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stowaway
[Στόουμπορντ]/stoʊəwe/
noun
1. A person who hides aboard a ship or plane in the hope of getting free passage
- synonym:
- stowaway
1. Ένα άτομο που κρύβεται σε ένα πλοίο ή αεροπλάνο με την ελπίδα να πάρει την ελεύθερη διέλευση
- συνώνυμο:
- αποθαρρυντικό