Translation meaning & definition of the word "stow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stow
[Στοιβάζω]/stoʊ/
verb
1. Fill by packing tightly
- "Stow the cart"
- synonym:
- stow
1. Γεμίστε με τη συσκευασία σφιχτά
- "Αφήστε το καλάθι"
- συνώνυμο:
- στοιβάζω