Translation meaning & definition of the word "storm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταιγίδα" στην ελληνική γλώσσα
Storm
[Καταιγίδα]noun
1. A violent weather condition with winds 64-72 knots (11 on the beaufort scale) and precipitation and thunder and lightning
- synonym:
- storm ,
- violent storm
1. Μια βίαιη καιρική κατάσταση με ανέμους 64-72 κόμβους (11 στην κλίμακα μποφόρ) και βροχόπτωση και βροντή και αστραπή
- συνώνυμο:
- καταιγίδα ,
- βίαιη καταιγίδα
2. A violent commotion or disturbance
- "The storms that had characterized their relationship had died away"
- "It was only a tempest in a teapot"
- synonym:
- storm ,
- tempest
2. Βίαιη αναστάτωση ή διαταραχή
- "Οι καταιγίδες που είχαν χαρακτηρίσει τη σχέση τους είχαν πεθάνει"
- "Ήταν μόνο μια θύελλα σε μια τσαγιέρα"
- συνώνυμο:
- καταιγίδα ,
- ανατριχιαστικόσ
3. A direct and violent assault on a stronghold
- synonym:
- storm
3. Μια άμεση και βίαιη επίθεση σε ένα φρούριο
- συνώνυμο:
- καταιγίδα
verb
1. Behave violently, as if in state of a great anger
- synonym:
- ramp ,
- rage ,
- storm
1. Συμπεριφερθείτε βίαια, σαν σε κατάσταση μεγάλου θυμού
- συνώνυμο:
- ράμπα ,
- οργή ,
- καταιγίδα
2. Take by force
- "Storm the fort"
- synonym:
- storm ,
- force
2. Παίρνω με τη βία
- "Καταιγίδα το φρούριο"
- συνώνυμο:
- καταιγίδα ,
- δύναμη
3. Rain, hail, or snow hard and be very windy, often with thunder or lightning
- "If it storms, we'll need shelter"
- synonym:
- storm
3. Βροχή, χαλάζι, ή χιόνι σκληρά και να είναι πολύ θυελλώδης, συχνά με βροντή ή αστραπή
- "Αν καταιγίδες, θα χρειαστούμε καταφύγιο"
- συνώνυμο:
- καταιγίδα
4. Blow hard
- "It was storming all night"
- synonym:
- storm
4. Φυσώ
- "Καταιγίδα όλη τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- καταιγίδα
5. Attack by storm
- Attack suddenly
- synonym:
- storm ,
- surprise
5. Επίθεση από καταιγίδα
- Επίθεση ξαφνικά
- συνώνυμο:
- καταιγίδα ,
- έκπληξη