Translation meaning & definition of the word "storehouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Storehouse
[Αποθήκη]/stɔrhaʊs/
noun
1. A depository for goods
- "Storehouses were built close to the docks"
- synonym:
- storehouse ,
- depot ,
- entrepot ,
- storage ,
- store
1. Ένα αποθετήριο για τα εμπορεύματα
- "Τα καταστήματα χτίστηκαν κοντά στις αποβάθρες"
- συνώνυμο:
- αποθήκη ,
- εντρέποντα ,
- αποθήκευση ,
- κατάστημα