Translation meaning & definition of the word "store" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποθήκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Store
[Κατάστημα]/stɔr/
noun
1. A mercantile establishment for the retail sale of goods or services
- "He bought it at a shop on cape cod"
- synonym:
- shop ,
- store
1. Εμπορική εγκατάσταση για τη λιανική πώληση αγαθών ή υπηρεσιών
- "Το αγόρασε σε ένα κατάστημα στο κέιπ κόντ"
- συνώνυμο:
- κατάστημα
2. A supply of something available for future use
- "He brought back a large store of cuban cigars"
- synonym:
- store ,
- stock ,
- fund
2. Προμήθεια από κάτι διαθέσιμο για μελλοντική χρήση
- "Έφερε πίσω ένα μεγάλο κατάστημα κουβανέζικων πούρων"
- συνώνυμο:
- κατάστημα ,
- απόθεμα ,
- ταμείο
3. An electronic memory device
- "A memory and the cpu form the central part of a computer to which peripherals are attached"
- synonym:
- memory ,
- computer memory ,
- storage ,
- computer storage ,
- store ,
- memory board
3. Μια ηλεκτρονική συσκευή μνήμης
- "Η μνήμη και το κμε αποτελούν το κεντρικό τμήμα ενός υπολογιστή στον οποίο είναι συνδεδεμένα τα περιφερειακά"
- συνώνυμο:
- μνήμη ,
- μνήμη υπολογιστή ,
- αποθήκευση ,
- αποθήκευση υπολογιστών ,
- κατάστημα ,
- πίνακας μνήμης
4. A depository for goods
- "Storehouses were built close to the docks"
- synonym:
- storehouse ,
- depot ,
- entrepot ,
- storage ,
- store
4. Ένα αποθετήριο για τα εμπορεύματα
- "Τα καταστήματα χτίστηκαν κοντά στις αποβάθρες"
- συνώνυμο:
- αποθήκη ,
- εντρέποντα ,
- αποθήκευση ,
- κατάστημα
verb
1. Keep or lay aside for future use
- "Store grain for the winter"
- "The bear stores fat for the period of hibernation when he doesn't eat"
- synonym:
- store ,
- hive away ,
- lay in ,
- put in ,
- salt away ,
- stack away ,
- stash away
1. Κρατήστε ή αφήστε το για μελλοντική χρήση
- "Φυλάσσετε σιτηρά για το χειμώνα"
- "Η αρκούδα αποθηκεύει λίπος για την περίοδο της αδρανοποίησης όταν δεν τρώει"
- συνώνυμο:
- κατάστημα ,
- αποφεύγω ,
- βάζω σε λειτουργία ,
- βάζω μέσα ,
- αλάτι ,
- αποτυγχάνω ,
- απομακρύνομαι
2. Find a place for and put away for storage
- "Where should we stow the vegetables?"
- "I couldn't store all the books in the attic so i sold some"
- synonym:
- store
2. Βρείτε ένα μέρος για και να θέσει μακριά για την αποθήκευση
- "Πού πρέπει να στοιβάζουμε τα λαχανικά?"
- "Δεν μπορούσα να αποθηκεύσω όλα τα βιβλία στη σοφίτα οπότε πούλησα μερικά"
- συνώνυμο:
- κατάστημα
Examples of using
As soon as you round the corner, you'll see the store.
Μόλις στρίψετε τη γωνία, θα δείτε το κατάστημα.
Tom stopped at a convenience store to get a drink.
Ο Τομ σταμάτησε σε ένα παντοπωλείο για να πάρει ένα ποτό.
I have a few purchases to make in this store.
Έχω μερικές αγορές να κάνω σε αυτό το κατάστημα.