Translation meaning & definition of the word "stopper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταματήστε" στην ελληνική γλώσσα
Stopper
[Στοπ]noun
1. An act so striking or impressive that the show must be delayed until the audience quiets down
- synonym:
- show-stopper ,
- showstopper ,
- stopper
1. Μια πράξη τόσο εντυπωσιακή ή εντυπωσιακή που η παράσταση πρέπει να καθυστερήσει μέχρι να ηρεμήσει το κοινό
- συνώνυμο:
- προβολέασ ,
- παράσταση ,
- πώμα
2. A remark to which there is no polite conversational reply
- synonym:
- conversation stopper ,
- stopper
2. Μια παρατήρηση στην οποία δεν υπάρχει ευγενική απάντηση
- συνώνυμο:
- στάση συνομιλίας ,
- πώμα
3. (bridge) a playing card with a value sufficiently high to insure taking a trick in a particular suit
- "If my partner has a spade stopper i can bid no trump"
- synonym:
- stopper
3. (ψυγείο) μια κάρτα παιχνιδιού με αξία αρκετά υψηλή για να ασφαλίσει τη λήψη ενός τέχνασμα σε ένα συγκεκριμένο κοστούμι
- "Αν ο σύντροφός μου έχει ένα πώμα φτυαριών δεν μπορώ να προσφέρω κανένα ατού"
- συνώνυμο:
- πώμα
4. Blockage consisting of an object designed to fill a hole tightly
- synonym:
- plug ,
- stopper ,
- stopple
4. Απόφραξη που αποτελείται από ένα αντικείμενο σχεδιασμένο για να γεμίσει μια τρύπα σφιχτά
- συνώνυμο:
- βύσμα ,
- πώμα ,
- σταματώ
verb
1. Close or secure with or as if with a stopper
- "She stoppered the wine bottle"
- "The mothers stoppered their babies' mouths with pacifiers"
- synonym:
- stopper ,
- stopple
1. Κλείστε ή ασφαλίστε με ή σαν με ένα πώμα
- "Σταμάτησε το μπουκάλι κρασιού"
- "Οι μητέρες σταμάτησαν το στόμα των μωρών τους με πιπίλες"
- συνώνυμο:
- πώμα ,
- σταματώ