Translation meaning & definition of the word "stopover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στάση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stopover
[Στάση]/stɑpoʊvər/
noun
1. A stopping place on a journey
- "There is a stopover to change planes in chicago"
- synonym:
- stopover ,
- way station
1. Ένα σημείο στάσης σε ένα ταξίδι
- "Υπάρχει μια ενδιάμεση στάση για να αλλάξετε αεροπλάνα στο σικάγο"
- συνώνυμο:
- στάση ,
- σταθμός πορείας
2. A brief stay in the course of a journey
- "They made a stopover to visit their friends"
- synonym:
- stop ,
- stopover ,
- layover
2. Μια σύντομη διαμονή κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού
- "Κάνουν μια στάση για να επισκεφθούν τους φίλους τους"
- συνώνυμο:
- σταματώ ,
- στάση ,
- σταδιοδρομεί