Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "stop" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στάση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Stop

[Σταμάτα]
/stɑp/

noun

1. The event of something ending

  • "It came to a stop at the bottom of the hill"
    synonym:
  • stop
  • ,
  • halt

1. Το γεγονός του κάτι τελειώνει

  • "Έφτασε σε μια στάση στο κάτω μέρος του λόφου"
    συνώνυμο:
  • σταματώ
  • ,
  • σταμάτημα

2. The act of stopping something

  • "The third baseman made some remarkable stops"
  • "His stoppage of the flow resulted in a flood"
    synonym:
  • stop
  • ,
  • stoppage

2. Η πράξη του να σταματήσεις κάτι

  • "Ο τρίτος βασιλιάς έκανε κάποιες αξιοσημείωτες στάσεις"
  • "Η διακοπή της ροής του οδήγησε σε πλημμύρα"
    συνώνυμο:
  • σταματώ
  • ,
  • διακοπή

3. A brief stay in the course of a journey

  • "They made a stopover to visit their friends"
    synonym:
  • stop
  • ,
  • stopover
  • ,
  • layover

3. Μια σύντομη διαμονή κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού

  • "Κάνουν μια στάση για να επισκεφθούν τους φίλους τους"
    συνώνυμο:
  • σταματώ
  • ,
  • στάση
  • ,
  • σταδιοδρομεί

4. The state of inactivity following an interruption

  • "The negotiations were in arrest"
  • "Held them in check"
  • "During the halt he got some lunch"
  • "The momentary stay enabled him to escape the blow"
  • "He spent the entire stop in his seat"
    synonym:
  • arrest
  • ,
  • check
  • ,
  • halt
  • ,
  • hitch
  • ,
  • stay
  • ,
  • stop
  • ,
  • stoppage

4. Η κατάσταση της αδράνειας μετά από διακοπή

  • "Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε κράτηση"
  • "Τους είδα υπό έλεγχο"
  • "Κατά τη διάρκεια της στάσης πήρε ένα μεσημεριανό γεύμα"
  • "Η στιγμιαία διαμονή του επέτρεψε να ξεφύγει από το χτύπημα"
  • "Πέρασε ολόκληρη τη στάση στη θέση του"
    συνώνυμο:
  • σύλληψη
  • ,
  • ελέγχω
  • ,
  • σταμάτημα
  • ,
  • αιτία
  • ,
  • μείνετε
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • διακοπή

5. A spot where something halts or pauses

  • "His next stop is atlanta"
    synonym:
  • stop

5. Ένα σημείο όπου κάτι σταματά ή σταματά

  • "Η επόμενη στάση του είναι η ατλάντα"
    συνώνυμο:
  • σταματώ

6. A consonant produced by stopping the flow of air at some point and suddenly releasing it

  • "His stop consonants are too aspirated"
    synonym:
  • stop consonant
  • ,
  • stop
  • ,
  • occlusive
  • ,
  • plosive consonant
  • ,
  • plosive speech sound
  • ,
  • plosive

6. Ένα σύμφωνο που παράγεται με τη διακοπή της ροής του αέρα σε κάποιο σημείο και ξαφνικά την απελευθερώνει

  • "Τα συμφώνια του σταματούν είναι πολύ αναρροφημένα"
    συνώνυμο:
  • σταματήστε το σύμφωνο
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • αποφρακτικόσ
  • ,
  • πληρωτικό σύμφωνο
  • ,
  • πληθωριστικός ήχος ομιλίας
  • ,
  • πληθωρική

7. A punctuation mark (.) placed at the end of a declarative sentence to indicate a full stop or after abbreviations

  • "In england they call a period a stop"
    synonym:
  • period
  • ,
  • point
  • ,
  • full stop
  • ,
  • stop
  • ,
  • full point

7. Ένα σημείο στίξης (.) τοποθετείται στο τέλος μιας δηλωτικής πρότασης για να δείξει μια πλήρη στάση ή μετά από συντομογραφίες

  • "Στην αγγλία αποκαλούν μια περίοδο σταμάτημα"
    συνώνυμο:
  • περίοδος
  • ,
  • σημείο
  • ,
  • πλήρης στάση
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • πλήρης σημείο

8. (music) a knob on an organ that is pulled to change the sound quality from the organ pipes

  • "The organist pulled out all the stops"
    synonym:
  • stop

8. (μουσική) ένα κουμπί σε ένα όργανο που τραβιέται για να αλλάξει την ποιότητα του ήχου από τους σωλήνες οργάνων

  • "Ο οργανίστας έβγαλε όλες τις στάσεις"
    συνώνυμο:
  • σταματώ

9. A mechanical device in a camera that controls size of aperture of the lens

  • "The new cameras adjust the diaphragm automatically"
    synonym:
  • diaphragm
  • ,
  • stop

9. Μια μηχανική συσκευή σε μια κάμερα που ελέγχει το μέγεθος του ανοίγματος του φακού

  • "Οι νέες κάμερες ρυθμίζουν αυτόματα το διάφραγμα"
    συνώνυμο:
  • διάφραγμα
  • ,
  • σταματώ

10. A restraint that checks the motion of something

  • "He used a book as a stop to hold the door open"
    synonym:
  • catch
  • ,
  • stop

10. Ένας περιορισμός που ελέγχει την κίνηση κάποιου πράγματος

  • "Χρησιμοποίησε ένα βιβλίο ως στάση για να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή"
    συνώνυμο:
  • αλιεύω
  • ,
  • σταματώ

11. An obstruction in a pipe or tube

  • "We had to call a plumber to clear out the blockage in the drainpipe"
    synonym:
  • blockage
  • ,
  • block
  • ,
  • closure
  • ,
  • occlusion
  • ,
  • stop
  • ,
  • stoppage

11. Μια απόφραξη σε ένα σωλήνα ή σωλήνα

  • "Έπρεπε να καλέσουμε έναν υδραυλικό για να καθαρίσουμε το μπλοκάρισμα στο σωλήνα αποχέτευσης"
    συνώνυμο:
  • απόφραξη
  • ,
  • μπλοκ
  • ,
  • κλείσιμο
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • διακοπή

verb

1. Come to a halt, stop moving

  • "The car stopped"
  • "She stopped in front of a store window"
    synonym:
  • stop
  • ,
  • halt

1. Σταματήστε, σταματήστε να κινείστε

  • "Το αυτοκίνητο σταμάτησε"
  • "Σταμάτησε μπροστά από ένα παράθυρο του καταστήματος"
    συνώνυμο:
  • σταματώ
  • ,
  • σταμάτημα

2. Put an end to a state or an activity

  • "Quit teasing your little brother"
    synonym:
  • discontinue
  • ,
  • stop
  • ,
  • cease
  • ,
  • give up
  • ,
  • quit
  • ,
  • lay off

2. Βάλτε τέλος σε μια κατάσταση ή μια δραστηριότητα

  • "Συγγνώμη πειράζει τον μικρό σου αδελφό"
    συνώνυμο:
  • διακόπτω
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • εγκαταλείπω
  • ,
  • απολύω

3. Stop from happening or developing

  • "Block his election"
  • "Halt the process"
    synonym:
  • stop
  • ,
  • halt
  • ,
  • block
  • ,
  • kibosh

3. Σταματήστε να συμβαίνετε ή να αναπτύσσεστε

  • "Κλείστε τις εκλογές σας"
  • "Ακολουθήστε τη διαδικασία"
    συνώνυμο:
  • σταματώ
  • ,
  • σταμάτημα
  • ,
  • μπλοκ
  • ,
  • κιμπό

4. Interrupt a trip

  • "We stopped at aunt mary's house"
  • "They stopped for three days in florence"
    synonym:
  • stop
  • ,
  • stop over

4. Διακόψτε ένα ταξίδι

  • "Σταματήσαμε στο σπίτι της θείας μαρίας"
  • "Σταμάτησαν για τρεις μέρες στη φλωρεντία"
    συνώνυμο:
  • σταματώ

5. Cause to stop

  • "Stop a car"
  • "Stop the thief"
    synonym:
  • stop

5. Αιτία να σταματήσει

  • "Σταματήστε ένα αυτοκίνητο"
  • "Σταματήστε τον κλέφτη"
    συνώνυμο:
  • σταματώ

6. Prevent completion

  • "Stop the project"
  • "Break off the negotiations"
    synonym:
  • break
  • ,
  • break off
  • ,
  • discontinue
  • ,
  • stop

6. Αποτρέψτε την ολοκλήρωση

  • "Σταματήστε το έργο"
  • "Αποφύγετε τις διαπραγματεύσεις"
    συνώνυμο:
  • σπάω
  • ,
  • διακόπτω
  • ,
  • σταματώ

7. Hold back, as of a danger or an enemy

  • Check the expansion or influence of
  • "Arrest the downward trend"
  • "Check the growth of communism in south east asia"
  • "Contain the rebel movement"
  • "Turn back the tide of communism"
    synonym:
  • check
  • ,
  • turn back
  • ,
  • arrest
  • ,
  • stop
  • ,
  • contain
  • ,
  • hold back

7. Κρατήστε πίσω, ως κίνδυνος ή εχθρός

  • Ελέγξτε την επέκταση ή την επιρροή του
  • "Συλλάβετε την πτωτική τάση"
  • "Ελέγξτε την ανάπτυξη του κομμουνισμού στη νοτιοανατολική ασία"
  • "Διατηρήστε το κίνημα των επαναστατών"
  • "Γυρίστε πίσω την παλίρροια του κομμουνισμού"
    συνώνυμο:
  • ελέγχω
  • ,
  • γυρίζω πίσω
  • ,
  • σύλληψη
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • περιέχω
  • ,
  • κρατώ πίσω

8. Seize on its way

  • "The fighter plane was ordered to intercept an aircraft that had entered the country's airspace"
    synonym:
  • intercept
  • ,
  • stop

8. Αδράξτε στο δρόμο του

  • "Το μαχητικό αεροσκάφος διατάχθηκε να αναχαιτίσει ένα αεροσκάφος που είχε εισέλθει στον εναέριο χώρο της χώρας"
    συνώνυμο:
  • αναχαίτιση
  • ,
  • σταματώ

9. Have an end, in a temporal, spatial, or quantitative sense

  • Either spatial or metaphorical
  • "The bronchioles terminate in a capillary bed"
  • "Your rights stop where you infringe upon the rights of other"
  • "My property ends by the bushes"
  • "The symphony ends in a pianissimo"
    synonym:
  • end
  • ,
  • stop
  • ,
  • finish
  • ,
  • terminate
  • ,
  • cease

9. Έχουν ένα τέλος, με χρονική, χωρική ή ποσοτική έννοια

  • Είτε χωρική είτε μεταφορική
  • "Τα βρογχιόλια τερματίζουν σε ένα τριχοειδές κρεβάτι"
  • "Τα δικαιώματά σας σταματούν εκεί που παραβιάζετε τα δικαιώματα των άλλων"
  • "Η ιδιοκτησία μου τελειώνει από τους θάμνους"
  • "Η συμφωνία τελειώνει σε ένα πιανίσιμο"
    συνώνυμο:
  • τέλος
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • τελειώνω
  • ,
  • τερματίζω

10. Render unsuitable for passage

  • "Block the way"
  • "Barricade the streets"
  • "Stop the busy road"
    synonym:
  • barricade
  • ,
  • block
  • ,
  • blockade
  • ,
  • stop
  • ,
  • block off
  • ,
  • block up
  • ,
  • bar

10. Καταστήστε ακατάλληλο για πέρασμα

  • "Αποκλείστε το δρόμο"
  • "Φράγματα στους δρόμους"
  • "Σταματήστε τον πολυσύχναστο δρόμο"
    συνώνυμο:
  • οδόφραγμα
  • ,
  • μπλοκ
  • ,
  • αποκλεισμός
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • αποκλείω
  • ,
  • μπλοκάρω
  • ,
  • μπαρ

11. Stop and wait, as if awaiting further instructions or developments

  • "Hold on a moment!"
    synonym:
  • hold on
  • ,
  • stop

11. Σταματήστε και περιμένετε, σαν να περιμένετε περαιτέρω οδηγίες ή εξελίξεις

  • "Παλιά σε μια στιγμή!"
    συνώνυμο:
  • περιμένω
  • ,
  • σταματώ

Examples of using

The police car skidded to a stop.
Το αυτοκίνητο της αστυνομίας σταμάτησε.
The patrol car skidded to a stop.
Το περιπολικό αυτοκίνητο σταμάτησε.
They've realized they should stop discrimination against gays.
Συνειδητοποίησαν ότι πρέπει να σταματήσουν τις διακρίσεις εναντίον των ομοφυλόφιλων.