Translation meaning & definition of the word "stoop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοίβα" στην ελληνική γλώσσα
Stoop
[Στόουπ]noun
1. An inclination of the top half of the body forward and downward
- synonym:
- stoop
1. Μια κλίση του άνω μισού του σώματος προς τα εμπρός και προς τα κάτω
- συνώνυμο:
- στόουπ
2. Basin for holy water
- synonym:
- stoup ,
- stoop
2. Λεκάνη για το ιερό νερό
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- στόουπ
3. Small porch or set of steps at the front entrance of a house
- synonym:
- stoop ,
- stoep
3. Μικρή βεράντα ή σύνολο σκαλοπατιών στην μπροστινή είσοδο ενός σπιτιού
- συνώνυμο:
- στόουπ ,
- παραπονιέμαι
verb
1. Bend one's back forward from the waist on down
- "He crouched down"
- "She bowed before the queen"
- "The young man stooped to pick up the girl's purse"
- synonym:
- crouch ,
- stoop ,
- bend ,
- bow
1. Λυγίστε την πλάτη προς τα εμπρός από τη μέση προς τα κάτω
- "Κατέβηκε"
- "Υποκλίθηκε μπροστά στη βασίλισσα"
- "Ο νεαρός άνδρας έσκυψε για να πάρει το πορτοφόλι του κοριτσιού"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- στόουπ ,
- κάμψη ,
- τόξο
2. Debase oneself morally, act in an undignified, unworthy, or dishonorable way
- "I won't stoop to reading other people's mail"
- synonym:
- condescend ,
- stoop ,
- lower oneself
2. Αμφισβητήστε τον εαυτό σας ηθικά, ενεργήστε με έναν αναξιόπιστο, ανάξιο ή ανέντιμο τρόπο
- "Δεν θα παρασυρθώ στην ανάγνωση της αλληλογραφίας άλλων ανθρώπων"
- συνώνυμο:
- συγκατατίθεμαι ,
- στόουπ ,
- χαμηλώνω
3. Descend swiftly, as if on prey
- "The eagle stooped on the mice in the field"
- synonym:
- stoop
3. Κατεβείτε γρήγορα, σαν στο θήραμα
- "Ο αετός έσκυψε στα ποντίκια στο χωράφι"
- συνώνυμο:
- στόουπ
4. Sag, bend, bend over or down
- "The rocks stooped down over the hiking path"
- synonym:
- stoop
4. Τσαλακωθείτε, λυγίστε, λυγίστε πάνω ή κάτω
- "Οι βράχοι έσκυψαν πάνω από το μονοπάτι της πεζοπορίας"
- συνώνυμο:
- στόουπ
5. Carry oneself, often habitually, with head, shoulders, and upper back bent forward
- "The old man was stooping but he could walk around without a cane"
- synonym:
- stoop
5. Μεταφέρετε τον εαυτό σας, συχνά συνήθως, με το κεφάλι, τους ώμους και την άνω πλάτη λυγισμένο προς τα εμπρός
- "Ο γέρος ήταν επικλινής, αλλά μπορούσε να περπατήσει χωρίς ζαχαροκάλαμο"
- συνώνυμο:
- στόουπ