Translation meaning & definition of the word "stool" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στυλ" στην ελληνική γλώσσα
Stool
[Σκαμπό]noun
1. A simple seat without a back or arms
- synonym:
- stool
1. Ένα απλό κάθισμα χωρίς πλάτη ή χέρια
- συνώνυμο:
- σκαμνί
2. Solid excretory product evacuated from the bowels
- synonym:
- fecal matter ,
- faecal matter ,
- feces ,
- faeces ,
- BM ,
- stool ,
- ordure ,
- dejection
2. Στερεό αποβολικό προϊόν που εκκενώθηκε από τα έντερα
- συνώνυμο:
- περιττωματική ύλη ,
- περιττώματα ,
- κόπρανα ,
- ΒΜ ,
- σκαμνί ,
- επιτάσσω ,
- απόρριψη
3. (forestry) the stump of a tree that has been felled or headed for the production of saplings
- synonym:
- stool
3. (δασοκομία το κούτσουρο ενός δέντρου που έχει πέσει ή κατευθυνθεί προς την παραγωγή δενδρυλλίων
- συνώνυμο:
- σκαμνί
4. A plumbing fixture for defecation and urination
- synonym:
- toilet ,
- can ,
- commode ,
- crapper ,
- pot ,
- potty ,
- stool ,
- throne
4. Ένα υδραυλικό προσάρτημα για αφόδευση και ούρηση
- συνώνυμο:
- τουαλέτα ,
- μπορώ ,
- επαναλαμβάνω ,
- παπαγάλος ,
- δοχείο ,
- ασήμαντοσ ,
- σκαμνί ,
- θρόνοσ
verb
1. Lure with a stool, as of wild fowl
- synonym:
- stool
1. Δέλεαρ με ένα σκαμνί, από άγρια πτηνά
- συνώνυμο:
- σκαμνί
2. React to a decoy, of wildfowl
- synonym:
- stool
2. Αντιδράστε σε ένα ντεκόρ, άγριας πτηνής
- συνώνυμο:
- σκαμνί
3. Grow shoots in the form of stools or tillers
- synonym:
- stool ,
- tiller
3. Αναπτύξτε βλαστούς με τη μορφή σκαμνιών ή πηδαλίων
- συνώνυμο:
- σκαμνί ,
- τρυπώνων
4. Have a bowel movement
- "The dog had made in the flower beds"
- synonym:
- stool ,
- defecate ,
- shit ,
- take a shit ,
- take a crap ,
- ca-ca ,
- crap ,
- make
4. Έχετε μια κίνηση του εντέρου
- "Ο σκύλος είχε φτιάξει στα παρτέρια"
- συνώνυμο:
- σκαμνί ,
- αφοδεύω ,
- σκατά ,
- παίρνω σκατά ,
- παίρνω μια παγίδα ,
- κα ,
- παλιοσίδερα ,
- βγάζω