Translation meaning & definition of the word "stooge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stooge
[Στουπ]/stuʤ/
noun
1. A person of unquestioning obedience
- synonym:
- flunky ,
- flunkey ,
- stooge ,
- yes-man
1. Ένα άτομο αναμφισβήτητης υπακοής
- συνώνυμο:
- φλαγκ ,
- φλούνκι ,
- παραπαίω ,
- ναι-άνθρωπος
2. A victim of ridicule or pranks
- synonym:
- butt ,
- goat ,
- laughingstock ,
- stooge
2. Θύμα γελοιοποίησης ή φάρσας
- συνώνυμο:
- πισινός ,
- κατσίκα ,
- περίγελος ,
- παραπαίω
verb
1. Cruise in slow or routine flights
- synonym:
- stooge
1. Κρουαζιέρα σε αργές ή συνηθισμένες πτήσεις
- συνώνυμο:
- παραπαίω
2. Act as the stooge
- "His role was to stooge for the popular comedian"
- synonym:
- stooge
2. Ενεργήστε ως ακροβατικό
- "Ο ρόλος του ήταν να παρασυρθεί για τον δημοφιλή κωμικό"
- συνώνυμο:
- παραπαίω
3. Act as a stooge, in a compliant or subordinate manner
- "He stooged for the flamboyant senator"
- synonym:
- stooge
3. Λειτουργεί ως στρόφιγγα, με συμμορφούμενο ή υποδεέστερο τρόπο
- "Έσκυψε για τον φλογερό γερουσιαστή"
- συνώνυμο:
- παραπαίω
Examples of using
He is only someone's stooge.
Είναι απλά το πανωφόρι κάποιου.