Translation meaning & definition of the word "stoneware" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογισμικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stoneware
[Λίθινα]/stoʊnwɛr/
noun
1. Ceramic ware that is fired in high heat and vitrified and nonporous
- synonym:
- stoneware
1. Κεραμικά εμπορεύματα που πυροδοτούνται σε υψηλή θερμότητα και υαλοποιημένα και μη πορώδη
- συνώνυμο:
- πέτρινα σκεύη