Translation meaning & definition of the word "stonewall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέτρινος τοίχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stonewall
[Λίθινο τοίχωμα]/stoʊnwɔl/
verb
1. Obstruct or hinder any discussion
- "Nixon stonewalled the watergate investigation"
- "When she doesn't like to face a problem, she simply stonewalls"
- synonym:
- stonewall
1. Παρεμποδίζει ή εμποδίζει οποιαδήποτε συζήτηση
- "Ο νίξον τερμάτισε την έρευνα για το γουότεργκεϊτ"
- "Όταν δεν της αρέσει να αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, απλά πέτρινα τείχη"
- συνώνυμο:
- πέτρινο τοίχωμα
2. Engage in delaying tactics or refuse to cooperate
- "The president stonewalled when he realized the plot was being uncovered by a journalist"
- synonym:
- stonewall
2. Να συμμετέχουν σε τακτικές καθυστέρησης ή να αρνηθούν να συνεργαστούν
- "Ο πρόεδρος πέτρινα τείχη όταν συνειδητοποίησε ότι η πλοκή αποκαλύφθηκε από έναν δημοσιογράφο"
- συνώνυμο:
- πέτρινο τοίχωμα