Translation meaning & definition of the word "stoic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στωικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stoic
[Στωικόσ]/stoʊɪk/
noun
1. A member of the ancient greek school of philosophy founded by zeno
- "A stoic achieves happiness by submission to destiny"
- synonym:
- Stoic
1. Μέλος της αρχαίας ελληνικής σχολής φιλοσοφίας που ίδρυσε ο ζήνων
- "Ένας στωικός επιτυγχάνει την ευτυχία με την υποταγή στο πεπρωμένο"
- συνώνυμο:
- Στωικόσ
2. Someone who is seemingly indifferent to emotions
- synonym:
- stoic ,
- unemotional person
2. Κάποιος που φαίνεται να είναι αδιάφορος για τα συναισθήματα
- συνώνυμο:
- στωικός ,
- αντιπαθητικό άτομο
adjective
1. Seeming unaffected by pleasure or pain
- Impassive
- "Stoic courage"
- "Stoic patience"
- "A stoical sufferer"
- synonym:
- stoic ,
- stoical
1. Φαίνεται ανεπηρέαστο από την ευχαρίστηση ή τον πόνο
- Αδιάβατοσ
- "Στωικό θάρρος"
- "Στωική υπομονή"
- "Στωικός πάσχων"
- συνώνυμο:
- στωικός ,
- στωικόσ
2. Pertaining to stoicism or its followers
- synonym:
- Stoic
2. Σχετικά με τον στωικισμό ή τους οπαδούς του
- συνώνυμο:
- Στωικόσ