Translation meaning & definition of the word "stockpile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόθεμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stockpile
[Στοιβαγμένοσ]/stɑkpaɪl/
noun
1. Something kept back or saved for future use or a special purpose
- synonym:
- reserve ,
- backlog ,
- stockpile
1. Κάτι που κρατήθηκε πίσω ή αποθηκεύτηκε για μελλοντική χρήση ή για ειδικό σκοπό
- συνώνυμο:
- αποθεματικό ,
- αναδρομή ,
- αποθήκη
2. A storage pile accumulated for future use
- synonym:
- stockpile
2. Ένας σωρός αποθήκευσης που συσσωρεύεται για τη μελλοντική χρήση
- συνώνυμο:
- αποθήκη
verb
1. Have on hand
- "Do you carry kerosene heaters?"
- synonym:
- stock ,
- carry ,
- stockpile
1. Έχω στο χέρι
- "Μεταφέρετε θερμαντήρες κηροζίνης?"
- συνώνυμο:
- απόθεμα ,
- μεταφέρω ,
- αποθήκη