Translation meaning & definition of the word "stocker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποθεματοποιητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stocker
[Αποθεματοποιητήσ]/stɑkər/
noun
1. A domestic animal (especially a young steer or heifer) kept as stock until fattened or matured and suitable for a breeding establishment
- synonym:
- stocker
1. Ένα κατοικίδιο ζώο ( ειδικά ένα νεαρό ημιφε) διατηρείται ως απόθεμα μέχρι να παχύνει ή να ωριμάσει και κατάλληλο για εγκατάσταση αναπαραγωγής
- συνώνυμο:
- αποθεματοποιητήσ