Translation meaning & definition of the word "stochastic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοχαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stochastic
[Στοχαστικόσ]/stoʊkæstɪk/
adjective
1. Being or having a random variable
- "A stochastic variable"
- "Stochastic processes"
- synonym:
- stochastic
1. Είναι ή έχει μια τυχαία μεταβλητή
- "Στοχαστική μεταβλητή"
- "Στοχαστικές διεργασίες"
- συνώνυμο:
- στοχαστικόσ
Examples of using
A good knowledge of numerical analysis, stochastic calculus and programming in C++ is important for a job in banking my lecturer said.
Μια καλή γνώση της αριθμητικής ανάλυσης, του στοχαστικού λογισμού και του προγραμματισμού στο Κ++ είναι σημαντική για μια δουλειά στο τραπεζικό.