Translation meaning & definition of the word "stinking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνεχής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stinking
[Βυθίζω]/stɪŋkɪŋ/
adjective
1. Very bad
- "A lousy play"
- "It's a stinking world"
- synonym:
- icky ,
- crappy ,
- lousy ,
- rotten ,
- shitty ,
- stinking ,
- stinky
1. Πολύ κακό
- "Ένα άθλιο παιχνίδι"
- "Είναι ένας βρωμερός κόσμος"
- συνώνυμο:
- ευκίνητοσ ,
- τρελόσ ,
- λούσι ,
- σάπιοσ ,
- τσιτί ,
- βρωμάει ,
- βρωμερός
2. Offensively malodorous
- "A foul odor"
- "The kitchen smelled really funky"
- synonym:
- fetid ,
- foetid ,
- foul ,
- foul-smelling ,
- funky ,
- noisome ,
- smelly ,
- stinking ,
- ill-scented
2. Επιθετικά κακόδουλο
- "Μια άσχημη μυρωδιά"
- "Η κουζίνα μύριζε πραγματικά αστείο"
- συνώνυμο:
- φετίχ ,
- εμβρυοειδήσ ,
- φάουλ ,
- φουλάρι-μυρωδιά ,
- αστείος ,
- θορυβώδησ ,
- δύσοσμα ,
- βρωμάει ,
- αναξιοπρεπήσ