Translation meaning & definition of the word "sting" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τσίμπημα" στην ελληνική γλώσσα
Sting
[Τσιμπήματα]noun
1. A kind of pain
- Something as sudden and painful as being stung
- "The sting of death"
- "He felt the stinging of nettles"
- synonym:
- sting ,
- stinging
1. Ένα είδος πόνου
- Κάτι τόσο ξαφνικό και επώδυνο όσο το να σε τσιμπάνε
- "Το τσίμπημα του θανάτου"
- "Ένιωσε το τσίμπημα των τσουκνίδων"
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- τσούξιμο
2. A mental pain or distress
- "A pang of conscience"
- synonym:
- pang ,
- sting
2. Ένας ψυχικός πόνος ή αγωνία
- "Ένας πόνος συνείδησης"
- συνώνυμο:
- pang ,
- τσίμπημα
3. A painful wound caused by the thrust of an insect's stinger into skin
- synonym:
- sting ,
- bite ,
- insect bite
3. Μια οδυνηρή πληγή που προκαλείται από την ώθηση του κεντρί ενός εντόμου στο δέρμα
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- δάγκωμα ,
- δάγκωμα εντόμου
4. A swindle in which you cheat at gambling or persuade a person to buy worthless property
- synonym:
- bunco ,
- bunco game ,
- bunko ,
- bunko game ,
- con ,
- confidence trick ,
- confidence game ,
- con game ,
- gyp ,
- hustle ,
- sting ,
- flimflam
4. Μια απάτη στην οποία εξαπατάτε στον τζόγο ή πείθετε ένα άτομο να αγοράσει άχρηστο ακίνητο
- συνώνυμο:
- bunco ,
- παιχνίδι μπούνκο ,
- bunko ,
- παιχνίδι bunko ,
- συν ,
- κόλπο αυτοπεποίθησης ,
- παιχνίδι αυτοπεποίθησης ,
- con παιχνίδι ,
- γυπα ,
- φασαρία ,
- τσίμπημα ,
- flimflam
verb
1. Cause a sharp or stinging pain or discomfort
- "The sun burned his face"
- synonym:
- bite ,
- sting ,
- burn
1. Προκαλέστε έναν αιχμηρό ή τσιμπημένο πόνο ή δυσφορία
- "Ο ήλιος έκαψε το πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- δάγκωμα ,
- τσίμπημα ,
- καίω
2. Deliver a sting to
- "A bee stung my arm yesterday"
- synonym:
- sting ,
- bite ,
- prick
2. Παραδώστε ένα τσίμπημα στο
- "Μια μέλισσα μου τσίμπησε το χέρι χθες"
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- δάγκωμα
3. Saddle with something disagreeable or disadvantageous
- "They stuck me with the dinner bill"
- "I was stung with a huge tax bill"
- synonym:
- stick ,
- sting
3. Σέλα με κάτι δυσάρεστο ή μειονεκτικό
- "Με κόλλησαν με το λογαριασμό του δείπνου"
- "Με τσίμπησε ένας τεράστιος φορολογικός λογαριασμός"
- συνώνυμο:
- ραβδί ,
- τσίμπημα
4. Cause a stinging pain
- "The needle pricked his skin"
- synonym:
- prick ,
- sting ,
- twinge
4. Προκαλέστε έναν πόνο τσιμπήματος
- "Η βελόνα τρύπησε το δέρμα του"
- συνώνυμο:
- τσίμπημα ,
- τσιμπήματα
5. Cause an emotional pain, as if by stinging
- "His remark stung her"
- synonym:
- sting
5. Προκαλέστε συναισθηματικό πόνο, σαν να τσιμπάτε
- "Η παρατήρησή του την τσίμπησε"
- συνώνυμο:
- τσίμπημα