Translation meaning & definition of the word "stimulus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στροφέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stimulus
[Διεγερτικό]/stɪmjələs/
noun
1. Any stimulating information or event
- Acts to arouse action
- synonym:
- stimulation ,
- stimulus ,
- stimulant ,
- input
1. Οποιαδήποτε πληροφορία ή γεγονός τόνωσης
- Ενεργεί για να προκαλέσει δράση
- συνώνυμο:
- διέγερση ,
- ερέθισμα ,
- διεγερτικό ,
- είσοδος