Translation meaning & definition of the word "stimulation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διέγερση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stimulation
[Διέγερση]/stɪmjəleʃən/
noun
1. The act of arousing an organism to action
- synonym:
- stimulation
1. Η πράξη της παρότρυνσης ενός οργανισμού σε δράση
- συνώνυμο:
- διέγερση
2. Any stimulating information or event
- Acts to arouse action
- synonym:
- stimulation ,
- stimulus ,
- stimulant ,
- input
2. Οποιαδήποτε πληροφορία ή γεγονός τόνωσης
- Ενεργεί για να προκαλέσει δράση
- συνώνυμο:
- διέγερση ,
- ερέθισμα ,
- διεγερτικό ,
- είσοδος
3. (physiology) the effect of a stimulus (on nerves or organs etc.)
- synonym:
- stimulation
3. (φυσιολογία) η επίδραση ενός ερεθίσματος (νονικά νεύρα ή όργανα κ.λπ
- συνώνυμο:
- διέγερση
4. Mutual sexual fondling prior to sexual intercourse
- synonym:
- foreplay ,
- arousal ,
- stimulation
4. Αμοιβαία σεξουαλική αγάπη πριν από τη σεξουαλική επαφή
- συνώνυμο:
- ερωτηματολόγιο ,
- διέγερση