Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "stimulate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προσομοίωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Stimulate

[Διεγείρω]
/stɪmjəlet/

verb

1. Act as a stimulant

  • "The book stimulated her imagination"
  • "This play stimulates"
    synonym:
  • stimulate
  • ,
  • excite

1. Ενεργεί ως διεγερτικό

  • "Το βιβλίο τόνωσε τη φαντασία της"
  • "Αυτό το παιχνίδι τονώνει"
    συνώνυμο:
  • τονώνω
  • ,
  • ενθουσιάζω

2. Cause to do

  • Cause to act in a specified manner
  • "The ads induced me to buy a vcr"
  • "My children finally got me to buy a computer"
  • "My wife made me buy a new sofa"
    synonym:
  • induce
  • ,
  • stimulate
  • ,
  • cause
  • ,
  • have
  • ,
  • get
  • ,
  • make

2. Επιτάσσω

  • Αιτία να ενεργεί με συγκεκριμένο τρόπο
  • "Οι διαφημίσεις με προκάλεσαν να αγοράσω ένα εσπ"
  • "Τα παιδιά μου τελικά με έκαναν να αγοράσω έναν υπολογιστή"
  • "Η γυναίκα μου με έκανε να αγοράσω έναν καναπέ"
    συνώνυμο:
  • προκαλώ
  • ,
  • τονώνω
  • ,
  • αιτία
  • ,
  • έχω
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • βγάζω

3. Stir the feelings, emotions, or peace of

  • "These stories shook the community"
  • "The civil war shook the country"
    synonym:
  • stimulate
  • ,
  • shake
  • ,
  • shake up
  • ,
  • excite
  • ,
  • stir

3. Ανακατέψτε τα συναισθήματα, τα συναισθήματα ή την ειρήνη του

  • "Αυτές οι ιστορίες συγκλόνισαν την κοινότητα"
  • "Ο εμφύλιος πόλεμος συγκλόνισε τη χώρα"
    συνώνυμο:
  • τονώνω
  • ,
  • ανακινώ
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • ανακατεύω

4. Cause to be alert and energetic

  • "Coffee and tea stimulate me"
  • "This herbal infusion doesn't stimulate"
    synonym:
  • stimulate
  • ,
  • arouse
  • ,
  • brace
  • ,
  • energize
  • ,
  • energise
  • ,
  • perk up

4. Αιτία να είναι σε εγρήγορση και ενεργητικός

  • "Ο καφές και το τσάι με τονώνουν"
  • "Αυτή η φυτική έγχυση δεν διεγείρει"
    συνώνυμο:
  • τονώνω
  • ,
  • ξυπνάω
  • ,
  • στήριγμα
  • ,
  • ενεργοποιώ
  • ,
  • ανεβαίνω

5. Cause to occur rapidly

  • "The infection precipitated a high fever and allergic reactions"
    synonym:
  • induce
  • ,
  • stimulate
  • ,
  • rush
  • ,
  • hasten

5. Αιτία να συμβεί γρήγορα

  • "Η λοίμωξη προκάλεσε υψηλό πυρετό και αλλεργικές αντιδράσεις"
    συνώνυμο:
  • προκαλώ
  • ,
  • τονώνω
  • ,
  • βιασύνη
  • ,
  • έσπευσε

6. Stir feelings in

  • "Stimulate my appetite"
  • "Excite the audience"
  • "Stir emotions"
    synonym:
  • stimulate
  • ,
  • excite
  • ,
  • stir

6. Ανακατεύω τα συναισθήματα

  • "Διεγείρετε την όρεξή μου"
  • "Ενθουσιάστε το κοινό"
  • "Ανακατεύουμε τα συναισθήματα"
    συνώνυμο:
  • τονώνω
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • ανακατεύω

7. Provide the needed stimulus for

    synonym:
  • provoke
  • ,
  • stimulate

7. Παρέχετε το απαραίτητο ερέθισμα για

    συνώνυμο:
  • προκαλώ
  • ,
  • τονώνω