Translation meaning & definition of the word "stilted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stilted
[Σταματώ]/stɪltɪd/
adjective
1. Artificially formal
- "That artificial humility that her husband hated"
- "Contrived coyness"
- "A stilted letter of acknowledgment"
- "When people try to correct their speech they develop a stilted pronunciation"
- synonym:
- artificial ,
- contrived ,
- hokey ,
- stilted
1. Τεχνητά επίσημη
- "Αυτή η τεχνητή ταπεινοφροσύνη που μισούσε ο σύζυγός της"
- "Αντιμετώπισε την κωνικότητα"
- "Ένα κατεστραμμένο γράμμα αναγνώρισης"
- "Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να διορθώσουν την ομιλία τους, αναπτύσσουν μια καμπυλωμένη προφορά"
- συνώνυμο:
- τεχνητός ,
- επινοήθηκε ,
- γάντζος ,
- ανακατωμένο