Translation meaning & definition of the word "stifle" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αστείος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stifle
[Καταπνίγω]/staɪfəl/
noun
1. Joint between the femur and tibia in a quadruped
- Corresponds to the human knee
- synonym:
- stifle ,
- knee
1. Άρθρωση μεταξύ του μηρού και της κνήμης σε ένα τετραπλάσιο
- Αντιστοιχεί στο ανθρώπινο γόνατο
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- γόνατο
verb
1. Conceal or hide
- "Smother a yawn"
- "Muffle one's anger"
- "Strangle a yawn"
- synonym:
- smother ,
- stifle ,
- strangle ,
- muffle ,
- repress
1. Κρύψει ή κρύψει
- "Πιο χασμουρητό"
- "Ανακατέψτε το θυμό κάποιου"
- "Ξεγελάστε ένα χασμουρητό"
- συνώνυμο:
- πνίγω ,
- αποτυγχάνω ,
- στραγγαλίζω ,
- ανακατώνω ,
- καταστέλλω
2. Smother or suppress
- "Stifle your curiosity"
- synonym:
- stifle ,
- dampen
2. Πνίγω ή καταστέλλω
- "Αναπτύξτε την περιέργειά σας"
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- υγραίνω
3. Impair the respiration of or obstruct the air passage of
- "The foul air was slowly suffocating the children"
- synonym:
- suffocate ,
- stifle ,
- asphyxiate ,
- choke
3. Βλάπτει την αναπνοή ή εμποδίζει τη διέλευση του αέρα
- "Ο κακός αέρας πνίγει αργά τα παιδιά"
- συνώνυμο:
- ασφυκτικών ,
- αποτυγχάνω ,
- ασφυξία ,
- πνίγω
4. Be asphyxiated
- Die from lack of oxygen
- "The child suffocated under the pillow"
- synonym:
- suffocate ,
- stifle ,
- asphyxiate
4. Ασφυξία
- Πεθαίνει από έλλειψη οξυγόνου
- "Το παιδί πνίγηκε κάτω από το μαξιλάρι"
- συνώνυμο:
- ασφυκτικών ,
- αποτυγχάνω ,
- ασφυξία